μέταζε: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />dans la suite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], -ζε.
|btext=<i>adv.</i><br />dans la suite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], -ζε.
}}
{{elru
|elrutext='''μέταζε:''' adv. затем, потом, после HH, Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέταζε:''' ([[μετά]]), επίρρ., [[κατόπιν]], όπισθεν, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''μέταζε:''' ([[μετά]]), επίρρ., [[κατόπιν]], όπισθεν, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέταζε:''' adv. затем, потом, после HH, Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]<br />[[afterwards]], in the [[rear]], Hes.
|mdlsjtxt=[[μετά]]<br />[[afterwards]], in the [[rear]], Hes.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέταζε Medium diacritics: μέταζε Low diacritics: μέταζε Capitals: ΜΕΤΑΖΕ
Transliteration A: métaze Transliteration B: metaze Transliteration C: metaze Beta Code: me/taze

English (LSJ)

Adv., (μετά) = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 146] hernach, hinterdrein, von der Zeit, τὰ μέταζε, Hes. O. 396, besser als die alte v.l. μεταξύ; es wird vom Schol. Il. 3, 29 u. in B. A. 945 aus dieser Stelle erwähnt.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans la suite.
Étymologie: μετά, -ζε.

Russian (Dvoretsky)

μέταζε: adv. затем, потом, после HH, Hes.

Greek (Liddell-Scott)

μέταζε: ἐπίρρ., (μετὰ) μεταξύ ἢ μετὰ ταῦτα, τὰ μέταζε χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ μεταξύ).

Greek Monolingual

μέταζε (Α)
επίρρ.
1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα
2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε
μετὰ ταῦτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε -ζε (πρβλ. θύραζε)].

Greek Monotonic

μέταζε: (μετά), επίρρ., κατόπιν, όπισθεν, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μετά
afterwards, in the rear, Hes.