μεγαυχής: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />glorieux, plein de gloire.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[αὐχέω]]. | |btext=ής, ές :<br />glorieux, plein de gloire.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[αὐχέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγαυχής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[славный]], [[прославленный]] ([[παγκράτιον]] Pind.; [[δαίμων]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[гордящийся]], [[весьма гордый]] (τινι Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγαυχής:''' -ές, = [[μεγάλαυχος]], σε Πίνδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''μεγαυχής:''' -ές, = [[μεγάλαυχος]], σε Πίνδ., Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεγ-αυχής, ές = [[μεγάλαυχος]], Pind., Aesch.] | |mdlsjtxt=μεγ-αυχής, ές = [[μεγάλαυχος]], Pind., Aesch.] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21; δαίμων A. Pers.642 (lyr.). II boasting, c. dat., σκάπτροισι AP7.427.7 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 110] ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
glorieux, plein de gloire.
Étymologie: μέγας, αὐχέω.
Russian (Dvoretsky)
μεγαυχής:
1) славный, прославленный (παγκράτιον Pind.; δαίμων Aesch.);
2) гордящийся, весьма гордый (τινι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, παγκράτιον Πινδ. Ν. 11. 27· δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.
English (Slater)
μεγαυχής proud πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)
Greek Monolingual
μεγαυχής, -ές (Α)
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.)
2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγαυχής, υψαυχής].
Greek Monotonic
μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
μεγ-αυχής, ές = μεγάλαυχος, Pind., Aesch.]