μητίετα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adj. m.</i><br /><i>touj. avec le nomin.</i> [[Ζεύς]] <i>ou le voc.</i> Ζεῦ;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
|btext=<i>adj. m.</i><br /><i>touj. avec le nomin.</i> [[Ζεύς]] <i>ou le voc.</i> Ζεῦ;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητίετᾱ:''' adj. m мудрый ([[Ζεύς]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητίετα:''' ὁ ([[μῆτις]]), Επικ. αντί [[μητιέτης]], [[σύμβουλος]], ως επίθ. του [[Ζεύς]], πάνσοφε! σε Όμηρ.
|lsmtext='''μητίετα:''' ὁ ([[μῆτις]]), Επικ. αντί [[μητιέτης]], [[σύμβουλος]], ως επίθ. του [[Ζεύς]], πάνσοφε! σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητίετᾱ:''' adj. m мудрый ([[Ζεύς]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μῆτις]] [epic for [[μητιέτης]],]<br />a [[counsellor]], as [[epithet]] of [[Ζεύς]], all-[[wise]]! Hom.
|mdlsjtxt=[[μῆτις]] [epic for [[μητιέτης]],]<br />a [[counsellor]], as [[epithet]] of [[Ζεύς]], all-[[wise]]! Hom.
}}
}}

Revision as of 14:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίετα Medium diacritics: μητίετα Low diacritics: μητίετα Capitals: ΜΗΤΙΕΤΑ
Transliteration A: mētíeta Transliteration B: mētieta Transliteration C: mitieta Beta Code: mhti/eta

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Ep. for μητιέτης, counsellor, freq. in Hom., as epithet of Ζεύς, all-wise, Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.ND20; acc. μητιέτην, of a man, IG5 (2).156 (Tegea).]

German (Pape)

[Seite 178] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =

French (Bailly abrégé)

adj. m.
touj. avec le nomin. Ζεύς ou le voc. Ζεῦ;
prudent, sage.
Étymologie: μῆτις.

Russian (Dvoretsky)

μητίετᾱ: adj. m мудрый (Ζεύς Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

μητίετα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, σύμβουλος, φρόνιμος, συνετός, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, πάνσοφος, κατὰ τὸν Δοιδεριλ., πολύβουλος, ἐπινοητικός. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆτις· πρβλ. ὀφιήτης, πολιήτης) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].

English (Autenrieth)

(μητίομαι), nom., for -της: counselling, ‘all-wise,’ epithet of Zeus.

Greek Monolingual

μητίετα, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός
2. (ως επίθ. του Δία) πάνσοφος, επινοητικόςμητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. μητῖτα < μῆτις (Ι)].

Greek Monotonic

μητίετα: ὁ (μῆτις), Επικ. αντί μητιέτης, σύμβουλος, ως επίθ. του Ζεύς, πάνσοφε! σε Όμηρ.

Middle Liddell

μῆτις [epic for μητιέτης,]
a counsellor, as epithet of Ζεύς, all-wise! Hom.