μνησιπήμων: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui se souvient du mal qu’il a fait : [[μνησιπήμων]] [[πόνος]] ESCHL le remords.<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]], [[πῆμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui se souvient du mal qu’il a fait : [[μνησιπήμων]] [[πόνος]] ESCHL le remords.<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]], [[πῆμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνησῐπήμων:''' 2, gen. ονος помнящий беду: μ. [[πόνος]] Aesch. мучительное воспоминание о несчастье.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνησῐπήμων:''' -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]], οδυνηρή [[ανάμνηση]] της δυστυχίας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μνησῐπήμων:''' -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]], οδυνηρή [[ανάμνηση]] της δυστυχίας, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνησῐπήμων:''' 2, gen. ονος помнящий беду: μ. [[πόνος]] Aesch. мучительное воспоминание о несчастье.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μνησῐ-[[πήμων]], ον,<br />reminding of [[misery]], μν. [[πόνος]] the [[painful]] [[memory]] of woe, Aesch.
|mdlsjtxt=μνησῐ-[[πήμων]], ον,<br />reminding of [[misery]], μν. [[πόνος]] the [[painful]] [[memory]] of woe, Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐπήμων Medium diacritics: μνησιπήμων Low diacritics: μνησιπήμων Capitals: ΜΝΗΣΙΠΗΜΩΝ
Transliteration A: mnēsipḗmōn Transliteration B: mnēsipēmōn Transliteration C: mnisipimon Beta Code: mnhsiph/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, reminding of misery: μνησιπήμων πόνος = the painful memory of woe, A.Ag.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient du mal qu’il a fait : μνησιπήμων πόνος ESCHL le remords.
Étymologie: μνάομαι, πῆμα.

Russian (Dvoretsky)

μνησῐπήμων: 2, gen. ονος помнящий беду: μ. πόνος Aesch. мучительное воспоминание о несчастье.

Greek (Liddell-Scott)

μνησῐπήμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ὑπομιμνήσκων τινὰ τὰ παθήματα, τὴν δυστυχίαν· μν. πόνος, ἡ ἀλγεινὴ ἐνθύμησις τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 180.

Greek Monolingual

μνησιπήμων, -ον (Α)
αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -πήμων (< πῆμα «πάθημα»), πρβλ. καινοπήμων.

Greek Monotonic

μνησῐπήμων: -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μνησῐ-πήμων, ον,
reminding of misery, μν. πόνος the painful memory of woe, Aesch.