Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pommier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]².
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pommier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]².
}}
{{elru
|elrutext='''μηλίς:''' ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[μῆλον]] Β), = [[μηλέα]], Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[μῆλον]] Β), = [[μηλέα]], Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλίς:''' ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλίς Medium diacritics: μηλίς Low diacritics: μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: mēlís Transliteration B: mēlis Transliteration C: milis Beta Code: mhli/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ, (μῆλον B) A = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
μηλίς (B), ίδος, ἡ, A a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
μηλίς (C), ίδος, ἡ, yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος 11.

German (Pape)

[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².

Russian (Dvoretsky)

μηλίς: ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.

Greek Monolingual

μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Greek Monotonic

μηλίς: -ίδος, ἡ (μῆλον Β), = μηλέα, Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μηλίς:
I дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.

Middle Liddell

μηλίς, ίδος, ἡ, [μῆλον2] = μηλέα