μολιβαχθής: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />chargé de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλιβος]], [[ἄχθος]].
|btext=ής, ές :<br />chargé de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλιβος]], [[ἄχθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μολῐβαχθής:''' [[отягощенный или утяжеленный свинцом]] ([[στάθμη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μολῐβαχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που είναι [[βαρύς]] [[επειδή]] φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.
|lsmtext='''μολῐβαχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που είναι [[βαρύς]] [[επειδή]] φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μολῐβαχθής:''' [[отягощенный или утяжеленный свинцом]] ([[στάθμη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μολῐβ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />[[heavy]] with [[lead]], leaded, Anth.
|mdlsjtxt=μολῐβ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />[[heavy]] with [[lead]], leaded, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῐβαχθής Medium diacritics: μολιβαχθής Low diacritics: μολιβαχθής Capitals: ΜΟΛΙΒΑΧΘΗΣ
Transliteration A: molibachthḗs Transliteration B: molibachthēs Transliteration C: molivachthis Beta Code: molibaxqh/s

English (LSJ)

ές, heavy with lead, leaded, στάθμη AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 199] ές, mit Blei beschwert, στάθμη, Philps. 15 (VI, 103).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé de plomb.
Étymologie: μόλιβος, ἄχθος.

Russian (Dvoretsky)

μολῐβαχθής: отягощенный или утяжеленный свинцом (στάθμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβαχθής: -ές, βαρύς, ἕνεκα μολύβδου, «μολυβωμένος», στάθμη Ἀνθ. Π. 6. 103.

Greek Monolingual

μολιβαχθής, -ές (Α)
αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ.-αχθής, οιν-αχθής].

Greek Monotonic

μολῐβαχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που είναι βαρύς επειδή φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μολῐβ-αχθής, ές ἄχθος
heavy with lead, leaded, Anth.