ναυσικλειτός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />célèbre par ses vaisseaux <i>ou</i> ses exploits sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κλειτός]]. | |btext=ή, όν :<br />célèbre par ses vaisseaux <i>ou</i> ses exploits sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κλειτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυσικλειτός:''' [[славный своими кораблями]] ([[Δύμας]] Hom.; [[Εὔβοια]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναυσικλειτός:''' -ή, -όν, [[ξακουστός]], [[περίφημος]] για τα πλοία του, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ναυσικλειτός:''' -ή, -όν, [[ξακουστός]], [[περίφημος]] για τα πλοία του, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ναυσι-[[κλειτός]], ή, όν<br />famed for ships, Od. | |mdlsjtxt=ναυσι-[[κλειτός]], ή, όν<br />famed for ships, Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, famed for ships, famous by sea, κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος Od.6.22, cf. h.Ap.31, 219.
German (Pape)
[Seite 232] schiffberühmt, durch Schiffe, Seefahrten berühmt, Δύμας, Od. 6, 22. Ein bes. fem. ναυσικλείτη H. h. Apoll. 31, richtiger νατσικλειτή betont 219.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
célèbre par ses vaisseaux ou ses exploits sur mer.
Étymologie: ναῦς, κλειτός.
Russian (Dvoretsky)
ναυσικλειτός: славный своими кораблями (Δύμας Hom.; Εὔβοια HH).
Greek (Liddell-Scott)
ναυσικλειτός: -ή, -όν, περίφημος διὰ τὰ πλοῖα, περίφημος κατὰ θάλασσαν, κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος Ὀδ. Ζ. 22· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. Ἀπόλλ. 31, φέρεται ἔτι ναυσικλείτη, ἀλλ’ αὐτόθι 219 βέλτιον ναυσικλειτή, πρβλ. Spitzn. Exc. xi ad Il.
English (Autenrieth)
renowned for ships, Od. 6.22†.
Greek Monolingual
ναυσικλειτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι περίφημος για τα πλοία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + κλειτός «ένδοξος, φημισμένος»].
Greek Monotonic
ναυσικλειτός: -ή, -όν, ξακουστός, περίφημος για τα πλοία του, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ναυσι-κλειτός, ή, όν
famed for ships, Od.