νεόδρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fraîchement cueilli.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δρέπω]].
|btext=ος, ον :<br />fraîchement cueilli.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόδρεπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[свежесорванный]] (κλάδοι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый свежей листвой]] (βωμοί Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόδρεπτος:''' ον ([[δρέπω]]), [[φρεσκοκομμένος]], <i>βωμοὶ νεόδρεπτοι</i>, βωμοί στολισμένοι με φρεσκοκομμένα λουλούδια.
|lsmtext='''νεόδρεπτος:''' ον ([[δρέπω]]), [[φρεσκοκομμένος]], <i>βωμοὶ νεόδρεπτοι</i>, βωμοί στολισμένοι με φρεσκοκομμένα λουλούδια.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόδρεπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[свежесорванный]] (κλάδοι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый свежей листвой]] (βωμοί Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδρεπτος Medium diacritics: νεόδρεπτος Low diacritics: νεόδρεπτος Capitals: ΝΕΟΔΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: neódreptos Transliteration B: neodreptos Transliteration C: neodreptos Beta Code: neo/dreptos

English (LSJ)

ον, fresh-plucked or broken, κλάδοι A. Supp.334, cf. Nic.Th.863; ν. βωμοί wreathed with fresh-plucked leaves, Theoc.26.8.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch gepflückt; κλάδοι, Aesch Suppl. 329; sp. D., wie Theocr. 26, 8, Nic. Th. 863, Opp. Hal. 1, 198.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement cueilli.
Étymologie: νέος, δρέπω.

Russian (Dvoretsky)

νεόδρεπτος:
1) свежесорванный (κλάδοι Aesch.);
2) покрытый свежей листвой (βωμοί Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόδρεπτος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀποκοπεὶς ἢ θραυσθείς, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 333, πρβλ. Νικ. Θηρ. 863· βωμοὶ ν., ἐστεμμένοι, κεκοσμημένοι διὰ προσφάτως κεκομμένων ἀνθέων, Θεόκρ. 26. 8.

Greek Monolingual

νεόδρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα
2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά-δρεπτος].

Greek Monotonic

νεόδρεπτος: ον (δρέπω), φρεσκοκομμένος, βωμοὶ νεόδρεπτοι, βωμοί στολισμένοι με φρεσκοκομμένα λουλούδια.

Middle Liddell

νεό-δρεπτος, ον δρέπω
fresh-plucked, βωμοὶ ν. altars wreathed with fresh-plucked leaves, Theocr.

English (Woodhouse)

newly gathered, newly plucked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)