νήκεστος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incurable.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἀκέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />incurable.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἀκέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νήκεστος:''' [[неисцелимый]], [[неизлечимый]]: νήκεστον HH ([[varia lectio|v.l.]] [[μήκιστον]]), Hes. неисцелимо.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νήκεστος:''' -ον (νη-, [[ἀκέομαι]]), [[αθεράπευτος]]· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νήκεστος:''' -ον (νη-, [[ἀκέομαι]]), [[αθεράπευτος]]· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νήκεστος:''' [[неисцелимый]], [[неизлечимый]]: νήκεστον HH ([[varia lectio|v.l.]] [[μήκιστον]]), Hes. неисцелимо.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νή-κεστος, ον, [νη-, [[ἀκέομαι]]<br />[[incurable]], neut. as adv. [[incurably]], Hes.
|mdlsjtxt=νή-κεστος, ον, [νη-, [[ἀκέομαι]]<br />[[incurable]], neut. as adv. [[incurably]], Hes.
}}
}}

Revision as of 14:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκεστος Medium diacritics: νήκεστος Low diacritics: νήκεστος Capitals: ΝΗΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗkestos Transliteration B: nēkestos Transliteration C: nikestos Beta Code: nh/kestos

English (LSJ)

ον, (νη-, ἀκέομαι) incurable, neut. as adverb, incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.

German (Pape)

[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.

Russian (Dvoretsky)

νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v.l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.

Greek (Liddell-Scott)

νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.

Greek Monolingual

νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].

Greek Monotonic

νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.