ναυσίπομπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui pousse les vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[πέμπω]].
|btext=ος, ον :<br />qui pousse les vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[πέμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσίπομπος:''' (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям ([[αὔρα]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυσίπομπος:''' [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το [[πλοίο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ναυσίπομπος:''' [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το [[πλοίο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσίπομπος:''' (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям ([[αὔρα]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναυσί-˘πομπος, ον<br />act. [[ship]]-[[wafting]], Eur.
|mdlsjtxt=ναυσί-˘πομπος, ον<br />act. [[ship]]-[[wafting]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίπομπος Medium diacritics: ναυσίπομπος Low diacritics: ναυσίπομπος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: nausípompos Transliteration B: nausipompos Transliteration C: nafsipompos Beta Code: nausi/pompos

English (LSJ)

ον, ship-wafting, αὔρα E.Ph.1712 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pousse les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, πέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ναυσίπομπος: (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям (αὔρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, ἐνεργ. ὁ πέμπων, κινῶν τὸ πλοῖον, αὔρα Εὐρ. Φοιν. 1712.

Greek Monolingual

ναυσίπομπος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)].

Greek Monotonic

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.

Middle Liddell

ναυσί-˘πομπος, ον
act. ship-wafting, Eur.