οὐλόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux bouclés, crépus.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux bouclés, crépus.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[θρίξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐλόθριξ:''' τρῐχος adj. с курчавыми волосами (οἱ Κόλχοι Her.; οἱ Αἰθίοπες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''οὐλόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐλόθριξ:''' τρῐχος adj. с курчавыми волосами (οἱ Κόλχοι Her.; οἱ Αἰθίοπες Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οὐλό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, [οὖλος2]<br />with [[curly]] [[hair]], Hdt.
|mdlsjtxt=οὐλό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, [οὖλος2]<br />with [[curly]] [[hair]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλόθριξ Medium diacritics: οὐλόθριξ Low diacritics: ουλόθριξ Capitals: ΟΥΛΟΘΡΙΞ
Transliteration A: oulóthrix Transliteration B: oulothrix Transliteration C: oulothriks Beta Code: ou)lo/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, (οὖλος B) with crisp, curly hair, like negroes, opp. εὐθύθριξ, Hdt.2.104, Arist.GA782b18, Pr.963b10, Str.2.2.3: οὐλότριχος, ον (censured by Phot.) occurs in Arist.HA629b34 (in Comp.), and is v.l. in Gp.16.1.9 (Posit.).

German (Pape)

[Seite 412] τριχος, mit krausem Haare, kraushaarig, Her. 2, 104, von den Kolchern; von den Aethiopen, Arist. gen. an. 5, 3; οὐλότριχες, probl. 33, 18.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux bouclés, crépus.
Étymologie: οὖλος², θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

οὐλόθριξ: τρῐχος adj. с курчавыми волосами (οἱ Κόλχοι Her.; οἱ Αἰθίοπες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλας, «σγουρὰς» τρίχας ὡς οἱ μαῦροι, ἀντίθετ. τῷ εὐθύθριξ, Ἡρόδ. 2. 104, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 16, Προβλ. 33. 18, Στράβ. 96. Ὁ τύπος οὐλότριχος, ον, (ἀποδοκιμαζόμενος ὑπὸ τοῦ Φωτ.) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 7, Γεωπ. 10. 1, 9.

Greek Monolingual

ο, η και ουλότριχος, -η, -ο (ΑΜ οὐλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, -ον)
αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, είναι ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].

Greek Monotonic

οὐλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ (οὖλος Β), αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

οὐλό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, [οὖλος2]
with curly hair, Hdt.