πίασμα: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />engrais.<br />'''Étymologie:''' [[πιαίνω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />engrais.<br />'''Étymologie:''' [[πιαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίασμα:''' ατος (ῑ) τό утучнитель, питатель: (Ἀσωπὸς) π. Βοιωτῶν χθονί Aesch. река Эсоп, оплодотворяющая Беотийский край.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίασμα:''' -ατος, τό ([[πιαίνω]]), αυτό το οποίο δημιουργεί [[πάχος]], λέγεται για έναν ποταμό, [[πίασμα]] χθονί, που φέρνει [[πάχος]], [[αφθονία]] στο [[έδαφος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[πίασμα]]:</b> -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί <i>πίεσμαι</i>.
|lsmtext='''πίασμα:''' -ατος, τό ([[πιαίνω]]), αυτό το οποίο δημιουργεί [[πάχος]], λέγεται για έναν ποταμό, [[πίασμα]] χθονί, που φέρνει [[πάχος]], [[αφθονία]] στο [[έδαφος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[πίασμα]]:</b> -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί <i>πίεσμαι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''πίασμα:''' ατος (ῑ) τό утучнитель, питатель: (Ἀσωπὸς) π. Βοιωτῶν χθονί Aesch. река Эсоп, оплодотворяющая Беотийский край.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πίασμα]], ατος, τό, [doric and [[late]] [[attic]] for [[πίεσμα]].] <br />[[πίασμα]], ατος, τό, [[πιαίνω]]<br />that [[which]] makes fat, of a [[river]], π. χθονί [[bringing]] [[fatness]] to the [[soil]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πίασμα]], ατος, τό, [doric and [[late]] [[attic]] for [[πίεσμα]].] <br />[[πίασμα]], ατος, τό, [[πιαίνω]]<br />that [[which]] makes fat, of a [[river]], π. χθονί [[bringing]] [[fatness]] to the [[soil]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:06, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίασμα Medium diacritics: πίασμα Low diacritics: πίασμα Capitals: ΠΙΑΣΜΑ
Transliteration A: píasma Transliteration B: piasma Transliteration C: piasma Beta Code: pi/asma

English (LSJ)

[ῑ] (A), ατος, τό, (πιαίνω) A that which makes fat, of a river, π. Βοιωτῶν χθονί bringing fatness and riches to... A.Pers.806.
πίασμα [ῐ] (B), ατος, τό, Dor. and later Gr. for πίεσμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 612] τό, dor. statt πίεσμα, δακτύλου Eubul. bei Ath. III, 108 c. τό, das, was fett, fruchtbar macht, Dung, πεδίον Ἀσωπὸς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί, Aesch. Pers. 792.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
engrais.
Étymologie: πιαίνω.

Russian (Dvoretsky)

πίασμα: ατος (ῑ) τό утучнитель, питатель: (Ἀσωπὸς) π. Βοιωτῶν χθονί Aesch. река Эсоп, оплодотворяющая Беотийский край.

Greek (Liddell-Scott)

πίασμα: τό, (πιαίνω) τὸ παχῦνον, ἐπὶ ποταμοῦ, π. Βοιωτῶν χθονί, φέρων πάχος καὶ πλοῦτον εἰς..., Αἰσχύλ. Πέρσ. 806.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πιαίνω
(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφοςπεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.).
(II)
τὸ, Α
(δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα.
(III)
το, ΝΜ
(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο μελάνι και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο πάνω στον οποίο γράφεται.

Greek Monotonic

πίασμα: -ατος, τό (πιαίνω), αυτό το οποίο δημιουργεί πάχος, λέγεται για έναν ποταμό, πίασμα χθονί, που φέρνει πάχος, αφθονία στο έδαφος, σε Αισχύλ.
πίασμα: -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί πίεσμαι.

Middle Liddell

πίασμα, ατος, τό, [doric and late attic for πίεσμα.]
πίασμα, ατος, τό, πιαίνω
that which makes fat, of a river, π. χθονί bringing fatness to the soil, Aesch.