παραπλήρωμα: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπλήρωμα:''' ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]]. | |mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A expletive, ὀνομάτων παραπλήρωμα words and phrases of such kind, D.H. Dem.39, cf. 19; λέξεων Id.Isoc.3. II Geom., complement of a parallelogram, Euc. 1.43, etc. III = stuffing, cramming, sagina, Gloss.
German (Pape)
[Seite 494] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht.
Russian (Dvoretsky)
παραπλήρωμα: ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).
Greek (Liddell-Scott)
παραπλήρωμα: τό, πλεόνασμα, ὀνομάτων παραπλ., λέξεις καὶ φράσεις πλεονάζουσαι, τὸ τοῦ Κικέρωνος complementa numerorum, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. περὶ Ἰσοκρ. 3· «παραπλήρωμα δέ ἐστι λέξις ἐκ περισσοῦ κειμένη κόσμου χάριν ἢ μέτρου» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 721, 5. 2) συμπλήρωμα, συμπλήρωσις, τούτων [τῶν νόμων] Κλήμ. Ἀλ. 85.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραπληρώ
συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα
νεοελλ.
γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών
αρχ.
1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή χάριν του μέτρου, Διον. Αλ.)
2. χορτασμός.