πολυπείρων: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> multiple, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πέρας]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> multiple, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πέρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυπείρων:''' 2, gen. ονος имеющий много границ, т. е. занимающий много областей, весьма многочисленный ([[λαός]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠπείρων:''' -ον ([[πεῖρας]]), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''πολῠπείρων:''' -ον ([[πεῖρας]]), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-πείρων, ον, [[πεῖρας]]<br />with [[many]] boundaries, [[manifold]], Hhymn. | |mdlsjtxt=πολῠ-πείρων, ον, [[πεῖρας]]<br />with [[many]] boundaries, [[manifold]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (πεῖρας) A with many boundaries, manifold, λαός h.Cer.296. 2 with wide boundaries, opp. ἀπείρων, Orph.A.33.
German (Pape)
[Seite 668] ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, λαός, H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;
2 p. ext. multiple, varié.
Étymologie: πολύς, πέρας.
Russian (Dvoretsky)
πολυπείρων: 2, gen. ονος имеющий много границ, т. е. занимающий много областей, весьма многочисленный (λαός HH).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπείρων: -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, παντοδαπός, παντοειδής, εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ ἀπείρων, Ὀρφ. Ἀργ. 33.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.)
2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πείρων (< πέρας / πεῖρας, -ατος «όριο, σύνορο»), πρβλ. α-πείρων].
Greek Monotonic
πολῠπείρων: -ον (πεῖρας), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, πολυμερής, πολλαπλός, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
πολῠ-πείρων, ον, πεῖρας
with many boundaries, manifold, Hhymn.