προέκκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
m (Text replacement - " usu. " to " usually ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] (s. [[κεῖμαι]]), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] (s. [[κεῖμαι]]), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).
}}
{{elru
|elrutext='''προέκκειμαι:''' лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].
}}
{{elru
|elrutext='''προέκκειμαι:''' лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.
}}
}}

Revision as of 15:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέκκειμαι Medium diacritics: προέκκειμαι Low diacritics: προέκκειμαι Capitals: ΠΡΟΕΚΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proékkeimai Transliteration B: proekkeimai Transliteration C: proekkeimai Beta Code: proe/kkeimai

English (LSJ)

A lie before, project beyond, στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.Im.15: but usually II Pass. of προεκτίθημι, to be fixed in advance, ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.Att.6.5.2; to be set forth previously, τὰ -κείμενα Demetr.Lac.Herc.1012.33, etc.; τὰ -κείμενα προστάγματα PTeb.5.224 (ii B.C.); οἱ -κείμενοι λόγοι A.D.Synt.10.24; αἱ -κείμεναι [ἀρεταί] the above-mentioned…, Longin.11.1; to be cited above, Ath.3.105c. 2 τὰ -κείμενα πτωτικά case-forms presupposed by or underlying adverbs, A.D.Adv. 170.26.

German (Pape)

[Seite 718] (s. κεῖμαι), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).

Russian (Dvoretsky)

προέκκειμαι: лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.

Greek (Liddell-Scott)

προέκκειμαι: Παθ., κεῖμαι ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι πέραν..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. προεκτείνομαι, προεξέχω
2. (ως παθ. του προεκτίθημι) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)
β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)
γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι
4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].