σάρισα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sarisse, <i>lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot macéd.
|btext=ης (ἡ) :<br />sarisse, <i>lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot macéd.
}}
{{elru
|elrutext='''σάρῑσα:''' реже [[σάρισσα]] ἡ сариса (македонское копье длиною в 5-6 м) Polyb., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάρῑσα:''' ή -ισσα, ἡ, [[σάρισσα]], μακρύ [[δόρυ]], [[λόγχη]] που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική [[φάλαγγα]], σε Πολύβ. (ξέν. [[λέξη]]).
|lsmtext='''σάρῑσα:''' ή -ισσα, ἡ, [[σάρισσα]], μακρύ [[δόρυ]], [[λόγχη]] που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική [[φάλαγγα]], σε Πολύβ. (ξέν. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''σάρῑσα:''' реже [[σάρισσα]] ἡ сариса (македонское копье длиною в 5-6 м) Polyb., Plut., Luc.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρῑσα Medium diacritics: σάρισα Low diacritics: σάρισα Capitals: ΣΑΡΙΣΑ
Transliteration A: sárisa Transliteration B: sarisa Transliteration C: sarisa Beta Code: sa/risa

English (LSJ)

ἡ, sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Thphr.HP3.12.2, Plb.2.69.9, 18.29.2, etc. (Freq. written σάρισσα, OvId.Metam.12.466, Lucan.8.298; but σάρισα appears in most of the best codd. of Plb.2.69, etc., and is recognized by Hdn.Gr.1.267.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sarisse, lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long.
Étymologie: DELG mot macéd.

Russian (Dvoretsky)

σάρῑσα: реже σάρισσα ἡ сариса (македонское копье длиною в 5-6 м) Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σάρῑσα: ἡ, μακρὸν δόρυ ἐν χρήσει ἐν τῇ Μακεδονικῇ φάλαγγι, λόγχη μακρά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2, Πολύβ. 2. 69, 18, κτλ., ἴδε ἐπὶ πᾶσι 18. 12. Κοινῶς φέρεται σάρισσα, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι φύσει μακρόν, ἴδε Ὀβίδ. Μεταμορφ. 12. 466, Lucan. 8. 298· πρβλ. Λάρισα· ἀλλ’ ὑπάρχει ἡ διάφορ. γραφ. σάρισα ἐν τῷ κειμένῳ τῶν πλείστων ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἴδε Schwigh. εἰς Πολύβ. 2. 69), καὶ ὁ τύπος οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ κανόνος τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 236· παρὰ τοῖς Βυζ. σάριττα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ
(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο ξύλο, που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι πεζέταιροι της μακεδονικής φάλαγγας, και το οποίο εισήγαγε ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. της μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. saris(s)a].

Greek Monotonic

σάρῑσα: ή -ισσα, ἡ, σάρισσα, μακρύ δόρυ, λόγχη που χρησιμοποιείται στη Μακεδονική φάλαγγα, σε Πολύβ. (ξέν. λέξη).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: Macedonian lance (Thphr., Plb.); Lat. sarīs(s)a.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown; unsufficiently founded hypothesis by v. Blumenthal Hesychst. 21. Perh. Pre-Greek (Furnée 387.

Middle Liddell

σάρῑσα, ορ -ισσα, ἡ,
the sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Polyb. [A foreign word.]

Frisk Etymology German

σάρισα: {sárīsa}
Grammar: f.
Meaning: makedonische Lanze (Thphr., Plb.); lat. sarīs(s)a.
Etymology: Dunkel; unzulänglich begründete Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 21.
Page 2,678