πρόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόμοιρος:''' [[постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη [[μοίρα]] ορισμένο χρόνο, δηλ. [[πρόωρος]], λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
|lsmtext='''πρόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη [[μοίρα]] ορισμένο χρόνο, δηλ. [[πρόωρος]], λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόμοιρος:''' [[постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />[[before]] the [[destined]] [[term]], i. e. [[untimely]], of [[death]], Anth.
|mdlsjtxt=πρό-μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />[[before]] the [[destined]] [[term]], i. e. [[untimely]], of [[death]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμοιρος Medium diacritics: πρόμοιρος Low diacritics: πρόμοιρος Capitals: ΠΡΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: prómoiros Transliteration B: promoiros Transliteration C: promoiros Beta Code: pro/moiros

English (LSJ)

ον, (μοῖρα) A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276. 2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. -ρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).

German (Pape)

[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

πρόμοιρος: постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].

Greek Monotonic

πρόμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρό-μοιρος, ον, μοῖρα
before the destined term, i. e. untimely, of death, Anth.