σιβύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σιγύνης]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d'autres noms d'instruments.
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σιγύνης]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d'autres noms d'instruments.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐβύνη:''' (ῡ) ἡ охотничье копье, рогатина Diod., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐβύνη:''' ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό [[δόρυ]], [[δόρυ]], [[αιχμή]] του [[δόρατος]], σε Ανθ.· υποκορ. [[σιβύνιον]], τό, σε Πολύβ.
|lsmtext='''σῐβύνη:''' ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό [[δόρυ]], [[δόρυ]], [[αιχμή]] του [[δόρατος]], σε Ανθ.· υποκορ. [[σιβύνιον]], τό, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐβύνη:''' (ῡ) ἡ охотничье копье, рогатина Diod., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐβύνη Medium diacritics: σιβύνη Low diacritics: σιβύνη Capitals: ΣΙΒΥΝΗ
Transliteration A: sibýnē Transliteration B: sibynē Transliteration C: sivyni Beta Code: sibu/nh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, Alex.131 (fem.), AP7.421 (Mel.), 6.93 (Antip., masc.):—hunting spear, and generally, spear, pike, D.S.18.27, 20.33:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, PCair.Zen.362.34 (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post συβήνη) · καπροβόλον, ἐμβόλιον, Hsch., but σιγύνης [ῡ] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.p.453 L., citing Ennius.)

German (Pape)

[Seite 877] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. σιγύνης.
Étymologie: DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d'autres noms d'instruments.

Russian (Dvoretsky)

σῐβύνη: (ῡ) ἡ охотничье копье, рогатина Diod., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σῐβύνη: ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, αὐτόθι 6. 93· ― θηρευτικὴ λόγχη, καὶ καθόλου, λόγχη, δόρυ, Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. ζιβύνη, σιγύνης, συβήνη.

Greek Monolingual

και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α
1. θηρευτική λόγχη
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ-ύνη, τορ-ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. sibyna / sybina, που θεωρήθηκε ιλλυρικό δάνειο. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. σιβύνη είναι κυπριακός τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική ρίζα και συνδέεται με τα: περσ. zōpīn (πρβλ. ζιβύνη), αρμεν. sәvīn, συρ. swbyn με σημ. «λόγχη»].

Greek Monotonic

σῐβύνη: ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό δόρυ, δόρυ, αιχμή του δόρατος, σε Ανθ.· υποκορ. σιβύνιον, τό, σε Πολύβ.

Middle Liddell

σῐβύνη, ἡ,
a hunting spear, a spear, pike, Anth.

Frisk Etymology German

σιβύνη: {sibŭ́nē}
Forms: -ης m. (Alex., D.S., AP), mit Metathese συβίνη (Pap. IIIa), auch ζιβύνη (LXX, Ph. Bel.)
Grammar: f.,
Meaning: Jagdspieß, Wurfspieß.
Derivative: Demin. σιβύνιον n. (Plb., ζι- H.).
Etymology: Bildung wie κορύνη, τορύνη u. andere Gerätenamen; mask. -ύνης wie ἀκινάκης. Nach Fest. 453 illyrisch. Urspr. thrak.-phryg.?; vgl. pers. zōpīn, arm. səvīn, syr. swbyn Spieß. Lat. LW sibyna (sub-, syb-; seit Enn.); W.-Hofmann s.v. m. Lit. —Vgl. σιγύν(ν)ης.
Page 2,700