στυφός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{elru
|elrutext='''στῡφός:''' [[varia lectio|v.l.]] [[στύφος]] 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στῡφός:''' [[varia lectio|v.l.]] [[στύφος]] 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφός Medium diacritics: στυφός Low diacritics: στυφός Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: styphós Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stufo/s

English (LSJ)

ή, όν, astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perhaps Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 960] = στυφρός, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

στῡφός: v.l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.