σύνδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d'arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δένδρον]].
|btext=ος, ον :<br />rempli d'arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δένδρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύνδενδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[густо поросший деревьями]] ([[νῆσος]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[густой]] ([[ὕλη]] Babr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), [[κατάφυτος]] από [[πολλά]] δέντρα, αυτός που έχει [[πυκνά]] δέντρα, σε Βάβρ.
|lsmtext='''σύνδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), [[κατάφυτος]] από [[πολλά]] δέντρα, αυτός που έχει [[πυκνά]] δέντρα, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνδενδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[густо поросший деревьями]] ([[νῆσος]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[густой]] ([[ὕλη]] Babr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-δενδρος, ον, [[δένδρον]]<br />[[thickly]]-[[wooded]], Babr.
|mdlsjtxt=σύν-δενδρος, ον, [[δένδρον]]<br />[[thickly]]-[[wooded]], Babr.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδενδρος Medium diacritics: σύνδενδρος Low diacritics: σύνδενδρος Capitals: ΣΥΝΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: sýndendros Transliteration B: syndendros Transliteration C: syndendros Beta Code: su/ndendros

English (LSJ)

ον, thickly wooded, Dicaearch.1.8, Plb.12.4.2, Sch.Il.Oxy.1086.10; τόποι Arr.Tact.27.4; ὕλη Babr.43.1; ἔν τινι συνδένδρῳ = in a thickly wooded place, Plu. 2.310e.

German (Pape)

[Seite 1006] dicht mit Bäumen besetzt; waldig; νῆσος, Pol. 12, 4, 2; ὕλη, Babr. 43, 11; – τὸ σύνδενδρον, die Waldung, das Dickicht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d'arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.
Étymologie: σύν, δένδρον.

Russian (Dvoretsky)

σύνδενδρος:
1) густо поросший деревьями (νῆσος Polyb.);
2) густой (ὕλη Babr.).

Greek (Liddell-Scott)

σύνδενδρος: -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, κατάφυτος ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Greek Monotonic

σύνδενδρος: -ον (δένδρον), κατάφυτος από πολλά δέντρα, αυτός που έχει πυκνά δέντρα, σε Βάβρ.

Middle Liddell

σύν-δενδρος, ον, δένδρον
thickly-wooded, Babr.