τραυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=bégayer, grasseyer ; balbutier.<br />'''Étymologie:''' [[τραυλός]].
|btext=bégayer, grasseyer ; balbutier.<br />'''Étymologie:''' [[τραυλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τραυλίζω:''' [[шепелявить]], [[сюсюкать]] Arph., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τραυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τραυλιῶ</i>, (<i>τραυλὸς</i>)· [[τραυλίζω]], Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο [[οποίος]] πρόφερε το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα [[παιδιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''τραυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τραυλιῶ</i>, (<i>τραυλὸς</i>)· [[τραυλίζω]], Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο [[οποίος]] πρόφερε το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα [[παιδιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τραυλίζω:''' [[шепелявить]], [[сюсюкать]] Arph., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τραυλίζω]], [[τραυλός]]<br />to [[lisp]], Lat. balbutire, as [[Alcibiades]] made r [[into]] l, Ar.; of children, Ar.
|mdlsjtxt=[[τραυλίζω]], [[τραυλός]]<br />to [[lisp]], Lat. balbutire, as [[Alcibiades]] made r [[into]] l, Ar.; of children, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλίζω Medium diacritics: τραυλίζω Low diacritics: τραυλίζω Capitals: ΤΡΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: traulízō Transliteration B: traulizō Transliteration C: travlizo Beta Code: trauli/zw

English (LSJ)

mispronounce a letter, lisp, as Alcibiades made r into l, Ar.V.44; ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Arist.PA660a26; πασχούσης [τῆς γλώττης] τραυλίζειν καὶ ψελλίζειν συμβαίνει Gal.16.510; of children, Ar.Nu.862,1381, Arist.HA536b8; σοφὰ . . -ίζουσα χελειδονίς IG14.1934f7:—Med., Archipp.45.

German (Pape)

[Seite 1135] lispeln, schnarren, bes. von denen, die einen Buchstaben nicht deutlich aussprechen, wie Alkibiades R als L sprach, Ar. Vesp. 44 Nubb. 852. 1363; Asclpds 16 (XII, 162). – Med. bei Arist. H. A. 4, 9, zw.

French (Bailly abrégé)

bégayer, grasseyer ; balbutier.
Étymologie: τραυλός.

Russian (Dvoretsky)

τραυλίζω: шепелявить, сюсюкать Arph., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τραυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (τραυλὸς) ὡς καὶ νῦν τραυλίζω, «τσηβδίζω», Λατ. balbutire, ὡς ὁ Ἀλκιβιάδης ὅστις προέφερε τὸ ρ ὡς λ, εἶτ’ Ἀλκιβιάδης εἶπε πρός με τραυλίσας, ὁλᾷς, Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει Ἀριστοφ. Σφ. 44 κἑξ.· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλασαυχενεύεταί τε καὶ τραυλίζεται Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 3· ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ’ ἔστιν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ἐπὶ παιδίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 862. 1381, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17. ― Κατὰ Γαλην. τ. 9, σ. 268: «ὥσπερ τὸ ψελλίζεσθαι τῆς διαλέκτου πάθος ἐστίν, οὐ τῆς φωνῆς, οὕτω καὶ τὸ τραυλίζειν, μὴ δυναμένης τῆς γλώσσης ἀκριβῶς ἐκείνας διαρθροῦν τὰς φωνάς, ὅσαι διὰ τοῦ τ καὶ τοῦ ρ λέγονται, ... ὅσαι τε ἄλλαι παραπλήσιαι».

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και τρευλίζω Α τραυλός
1. πάσχω από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην προφορά του φθόγγου ρω
2. λέω κάτι με τρεμουλιαστή φωνή, κομπιάζω
νεοελλ.
είμαι βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) κελαηδώ, τερετίζω.

Greek Monotonic

τραυλίζω: Αττ. μέλ. τραυλιῶ, (τραυλὸςτραυλίζω, Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο οποίος πρόφερε το ρ ως λ, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα παιδιά, στον ίδ.

Middle Liddell

τραυλίζω, τραυλός
to lisp, Lat. balbutire, as Alcibiades made r into l, Ar.; of children, Ar.