φιλοσόφημα: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />études, recherche, invention, méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοσοφέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />études, recherche, invention, méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοσοφέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοσόφημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[предмет исследования]] Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[философема]], [[философское доказательство]]: [[ἔστι]] φ. συλλογισμὸς [[ἀποδεικτικός]] Arst. философема есть доказывающий силлогизм;<br /><b class="num">3)</b> [[выдумка]], [[изобретение]] (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοσοφῶ]]<br />φιλοσοφική [[έρευνα]], φιλοσοφική [[πραγματεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />φιλοσοφική [[ιδέα]], φιλοσοφική [[σκέψη]], φιλοσοφική [[αρχή]], φιλοσοφικό [[δόγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υποκείμενο]] επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> [[απόδειξη]]<br /><b>3.</b> [[εφεύρεση]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοσοφῶ]]<br />φιλοσοφική [[έρευνα]], φιλοσοφική [[πραγματεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />φιλοσοφική [[ιδέα]], φιλοσοφική [[σκέψη]], φιλοσοφική [[αρχή]], φιλοσοφικό [[δόγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υποκείμενο]] επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> [[απόδειξη]]<br /><b>3.</b> [[εφεύρεση]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοσόφημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[предмет исследования]] Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[философема]], [[философское доказательство]]: [[ἔστι]] φ. συλλογισμὸς [[ἀποδεικτικός]] Arst. философема есть доказывающий силлогизм;<br /><b class="num">3)</b> [[выдумка]], [[изобретение]] (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия).
}}
}}

Revision as of 16:38, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσόφημα Medium diacritics: φιλοσόφημα Low diacritics: φιλοσόφημα Capitals: ΦΙΛΟΣΟΦΗΜΑ
Transliteration A: philosóphēma Transliteration B: philosophēma Transliteration C: filosofima Beta Code: filoso/fhma

English (LSJ)

ατος, τό,
A a subject of scientific inquiry or a philosophic treatise, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Arist.Cael.279a30; of the poems of Homer as allegorized, Plb.34.4.4.
2 in Logic, demonstration, ἔστι φιλοσόφημα συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arist.Top. 162a15.
3 philosophic principle, rule of conduct, Plu.2.1125b, Gal. Anim.Pass.1.3.
4 shrewd device or invention, Plu.2.269b.

German (Pape)

[Seite 1286] τό, das Ergebniß gelehrter, wissenschaftlicher Untersuchung, auch Betrachtung, Forschung, ὥςτε περὶ τούτου ἀπορεῖν εἰκότως ἐγένετο φιλοσόφημα πᾶσι Arist. de coel. 2; Pol. 34, 4,4; übh. Bemühung, Bestrebung, Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
études, recherche, invention, méditation.
Étymologie: φιλοσοφέω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσόφημα: ατος τό
1) предмет исследования Arst., Polyb.;
2) философема, философское доказательство: ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arst. философема есть доказывающий силлогизм;
3) выдумка, изобретение (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσόφημα: τό, ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης ἢ μελέτης, φιλοσοφικὴ πραγματεία, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 12, πρβλ. Πολύβ. 34. 4, 4. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἀπόδειξις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· πρβλ. ἐπιχείρημα. 3) ἐπίνοια, ἐφεύρεσις, Πλούτ. 2. 269Α, 1125Β.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοσοφῶ
φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική πραγματεία
νεοελλ.
φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφική σκέψη, φιλοσοφική αρχή, φιλοσοφικό δόγμα
αρχ.
1. το υποκείμενο επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας
2. (λογ.) απόδειξη
3. εφεύρεση.