φύγαδε: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en fuite <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[φυγή]], -δε.
|btext=<i>adv.</i><br />en fuite <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[φυγή]], -δε.
}}
{{elru
|elrutext='''φύγαδε:''' (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. [[μνώοντο]] [[ἕκαστος]] Hom. каждый помышлял о бегстве.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύγᾰδε:''' επίρρ. (<i>φῠγή</i>) όπως [[φόβονδε]], μέσω φυγής ή δραπέτευσης, <i>φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους</i>, έτρεψε τα άλογά του σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''φύγᾰδε:''' επίρρ. (<i>φῠγή</i>) όπως [[φόβονδε]], μέσω φυγής ή δραπέτευσης, <i>φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους</i>, έτρεψε τα άλογά του σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύγαδε:''' (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. [[μνώοντο]] [[ἕκαστος]] Hom. каждый помышлял о бегстве.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[φῠγή]<br />like [[φόβονδε]], to [[flight]], to [[flee]], φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους turned his horses to [[flight]], Il.
|mdlsjtxt=[φῠγή]<br />like [[φόβονδε]], to [[flight]], to [[flee]], φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους turned his horses to [[flight]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγᾰδε Medium diacritics: φύγαδε Low diacritics: φύγαδε Capitals: ΦΥΓΑΔΕ
Transliteration A: phýgade Transliteration B: phygade Transliteration C: fygade Beta Code: fu/gade

English (LSJ)

Adv., (φῠγή) to flight, φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους Il.8.157, cf. 257; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας 11.446; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος 16.697.

German (Pape)

[Seite 1311] adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.

French (Bailly abrégé)

adv.
en fuite avec mouv.
Étymologie: φυγή, -δε.

Russian (Dvoretsky)

φύγαδε: (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. μνώοντο ἕκαστος Hom. каждый помышлял о бегстве.

Greek (Liddell-Scott)

φύγᾰδε: Ἐπίρρ. (φυγὴ) ὡς τὸ φόβονδε, εἰς φυγήν, φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 157, 257· φύγαδ’ ὑποστρέψας Λ. 446· ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697· πρβλ. φύγδα.

English (Autenrieth)

to flight. (Il.)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε), βλ. και λ. φύξ].

Greek Monotonic

φύγᾰδε: επίρρ. (φῠγή) όπως φόβονδε, μέσω φυγής ή δραπέτευσης, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους, έτρεψε τα άλογά του σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[φῠγή]
like φόβονδε, to flight, to flee, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους turned his horses to flight, Il.