φασσοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les colombes.<br />'''Étymologie:''' [[φάσσα]], [[πεφνεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue les colombes.<br />'''Étymologie:''' [[φάσσα]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''φασσοφόνος:''' ὁ [[убивающий голубей]], [[уничтожающий голубей]]: [[ἴρηξ]] φασσοφόνος Hom., Arst. [[ястреб-голубятник]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φασσοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''φασσοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φασσοφόνος:''' ὁ [[убивающий голубей]], [[уничтожающий голубей]]: [[ἴρηξ]] φασσοφόνος Hom., Arst. [[ястреб-голубятник]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φασσο-[[φόνος]], ον, [*[[φένω]]<br />[[dove]]-[[killing]], Il.
|mdlsjtxt=φασσο-[[φόνος]], ον, [*[[φένω]]<br />[[dove]]-[[killing]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασσοφόνος Medium diacritics: φασσοφόνος Low diacritics: φασσοφόνος Capitals: ΦΑΣΣΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phassophónos Transliteration B: phassophonos Transliteration C: fassofonos Beta Code: fassofo/nos

English (LSJ)

ον, dove-killing, ἴρηξ Il. 15.238 ; — as substantive, the name of a kind of hawk, Arist HA 615b7, 620a18, Gal. UP 11.18, Porph. Abst. 3.8.

German (Pape)

[Seite 1258] wilde Tauben tödtend; ἴρηξ Il. 15, 238; Arist. H. A. 9, 36 = Folgdm; vgl. φαβοτύπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les colombes.
Étymologie: φάσσα, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

φασσοφόνος:убивающий голубей, уничтожающий голубей: ἴρηξ φασσοφόνος Hom., Arst. ястреб-голубятник.

Greek (Liddell-Scott)

φασσοφόνος: -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., ὄνομα εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-φόντης, ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ εἶδος περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα».

English (Autenrieth)

(φάσσα, φένω): doveslayer, the ἴρηξ, ‘pigeon-hawk,’ Il. 15.238†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως επίθ. γερα
κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες
2. το αρσ. ως ουσ.φασσοφόνος
είδος γερα
κιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + -φόνος (< φόνος), πρβλ. μηλοφόνος.

Greek Monotonic

φασσοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φασσο-φόνος, ον, [*φένω
dove-killing, Il.