χαιρηδών: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />joie.<br />'''Étymologie:''' [[χαίρω]].
|btext=όνος (ἡ) :<br />joie.<br />'''Étymologie:''' [[χαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαιρηδών:''' όνος ἡ шутл. (по созвучию с [[ἀλγηδών]]) радость Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαιρηδών:''' -όνος, ἡ, [[χαρμοσύνη]], [[χαρά]], κωμ. [[λέξη]] σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το [[ἀλγηδών]].
|lsmtext='''χαιρηδών:''' -όνος, ἡ, [[χαρμοσύνη]], [[χαρά]], κωμ. [[λέξη]] σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το [[ἀλγηδών]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαιρηδών:''' όνος ἡ шутл. (по созвучию с [[ἀλγηδών]]) радость Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χαιρηδών]], όνος, ἡ,<br />[[delectation]], Com. [[word]] in Ar., formed [[after]] [[ἀλγηδών]].
|mdlsjtxt=[[χαιρηδών]], όνος, ἡ,<br />[[delectation]], Com. [[word]] in Ar., formed [[after]] [[ἀλγηδών]].
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρηδών Medium diacritics: χαιρηδών Low diacritics: χαιρηδών Capitals: ΧΑΙΡΗΔΩΝ
Transliteration A: chairēdṓn Transliteration B: chairēdōn Transliteration C: chairidon Beta Code: xairhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, delectation, Com. word in Ar.Ach.4, formed after ἀλγηδών.

German (Pape)

[Seite 1325] όνος, ἡ, Freude, komisch nach ἀλγηδών gebildet, Ar. Ach. 4, wo der Schol. über den Accent spricht.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
joie.
Étymologie: χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

χαιρηδών: όνος ἡ шутл. (по созвучию с ἀλγηδών) радость Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ ἀλγηδών. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
χαρά, ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του χαίρω, κατά το ἀλγ-ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)].

Greek Monotonic

χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξη σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το ἀλγηδών.

Middle Liddell

χαιρηδών, όνος, ἡ,
delectation, Com. word in Ar., formed after ἀλγηδών.