χρυσοφαής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a l'éclat de l'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[φάος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui a l'éclat de l'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[φάος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοφᾰής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сияющий золотом]] ([[ἥλιος]] Eur.; [[στέφανος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[златокрылый]] или [[лучезарный]] ([[Ἔρως]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χρῡσο-φαής, ές [[φάος]]<br />with [[golden]] [[light]], Eur. | |mdlsjtxt=χρῡσο-φαής, ές [[φάος]]<br />with [[golden]] [[light]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φάος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφᾰής:
1) сияющий золотом (ἥλιος Eur.; στέφανος Anth.);
2) златокрылый или лучезарный (Ἔρως Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο-φαής].
Greek Monotonic
χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.