ἀδαμάντινος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />d'acier, dur et résistant comme l'acier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδάμας]].
|btext=η, ον :<br />d'acier, dur et résistant comme l'acier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδάμας]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδᾰμάντῐνος:''' [[стальной]] или [[крепкий]] (твердый) как сталь ([[σφήν]] Aesch.; [[ἄροτρον]] Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, [[τυραννίς]] Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. [[παρθένος]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδαμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἀδάμας]]), [[διαμαντένιος]], [[αδαμάντινος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., [[σκληρός]] όπως ο αδάμαντας· <i>σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις</i>, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀδ. ἐστιν</i>, λέγεται για νεαρό [[κορίτσι]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀδαμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἀδάμας]]), [[διαμαντένιος]], [[αδαμάντινος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., [[σκληρός]] όπως ο αδάμαντας· <i>σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις</i>, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀδ. ἐστιν</i>, λέγεται για νεαρό [[κορίτσι]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδᾰμάντῐνος:''' [[стальной]] или [[крепкий]] (твердый) как сталь ([[σφήν]] Aesch.; [[ἄροτρον]] Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, [[τυραννίς]] Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. [[παρθένος]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀδάμας]]<br />[[adamantine]], Aesch., etc.: —metaph. [[hard]] as [[adamant]], σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. [[ἐντί]], of a [[girl]], Theocr.:—adv. -νως, Plat.
|mdlsjtxt=[[ἀδάμας]]<br />[[adamantine]], Aesch., etc.: —metaph. [[hard]] as [[adamant]], σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. [[ἐντί]], of a [[girl]], Theocr.:—adv. -νως, Plat.
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδαμάντῐνος Medium diacritics: ἀδαμάντινος Low diacritics: αδαμάντινος Capitals: ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΟΣ
Transliteration A: adamántinos Transliteration B: adamantinos Transliteration C: adamantinos Beta Code: a)dama/ntinos

English (LSJ)

η, ον, A adamantine, of steel, Pi.P.4.224, A.Pr.6,64, Aeschin.3.84; ἀ. κερκίδες, of the Μοῖραι, Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11; αἱμασιή Eus.Mynd.Fr.63. 2 metaph., hard as adamant, οὐδεὶς ἂν γένοιτο . . οὕτως ἀ., ὃς ἂν . . Pl.R.360b; σιδηροῖς καὶ ἀ. λόγοις Id.Grg. 509a; δεσμοί Metrod.Herc.831.12; οὐκ ἀ. ἐστίν, of a girl, Theoc.3.39. Adv. -νως Pl.R.618e.

Spanish (DGE)

(ἀδᾰμάντῐνος) -η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Philostr.VA 1.17]
I 1en cont. mit. de un metal sobrehumanamente duro gener. traducido como de acero ἄροτρον Pi.P.4.224, σφηνὸς ... γνάθον de la cuña que sujeta a Prometeo, A.Pr.64, κερκίδες de la lanzadera de las Moiras Lyr.Adesp. en Nauck TGF p.XX, de la hoz que castra a Crono, Apollod.1.1.4.
2 fig. acerado, duro como el acero σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Pl.Grg.509a, δόξαι βραχεῖαι καὶ ἀδαμάντινοι Philostr.VA 1.17, χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν Aeschin.3.84, καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ... ἀδαμαντίνοις ἐπὶ ἔρωτι μανικῷ SB 14664.49 (IV d.C.)
esp. ref. al carácter duro, que no se doblega, que no flaquea ἀδαμάντινος τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Iambl.Protr.20, ἀδαμάντινον βοῦν LXX 4Ma.16.13, de una joven οὐκ ἀ. ἐστίν Theoc.3.39, cf. Luc.Asin.11, ἀνάγκη Aristid.Or.2.154.
3 de plomo, plúmbeo (traducción del hebr. ’anak) ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου sobre un muro (revestido) de plomo LXX Am.7.7
cf. prob. ya con el sent. de indestructible αἱ ... προσευχαί ὑμῶν ... ὡς τεῖχος ἀδαμάντινον Paral.Ier.1.2.
II adv. -ως con firmeza, con total decisión ἀ. ... ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα manteniéndose duro como el acero en esta opinión Pl.R.619a.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'acier, dur et résistant comme l'acier.
Étymologie: ἀδάμας.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰμάντῐνος: стальной или крепкий (твердый) как сталь (σφήν Aesch.; ἄροτρον Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, τυραννίς Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. παρθένος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαμάντῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς ἀδάμας, ἀδαμάντινος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο... οὕτως ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. ἐντί, ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.

English (Slater)

ᾰδᾰμάντῐνος of adamant ἀδαμάντινον ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224)

Greek Monotonic

ἀδαμάντῐνος: -η, -ον (ἀδάμας), διαμαντένιος, αδαμάντινος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., σκληρός όπως ο αδάμαντας· σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις, σε Πλάτ.· οὐκ ἀδ. ἐστιν, λέγεται για νεαρό κορίτσι, σε Θεόκρ.· επίρρ. -νως, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀδάμας
adamantine, Aesch., etc.: —metaph. hard as adamant, σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. ἐντί, of a girl, Theocr.:—adv. -νως, Plat.