ἀκοντί: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />malgré soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]². | |btext=<i>adv.</i><br />malgré soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]². | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκοντί:''' (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκοντί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄκων]], συνηρ. αντί <i>ἀεκοντί</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀκοντί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄκων]], συνηρ. αντί <i>ἀεκοντί</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἄκων]], contr. for ἀεκοντί, Plut.] | |mdlsjtxt=[adverb of [[ἄκων]], contr. for ἀεκοντί, Plut.] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. of ἄκων, unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.
Spanish (DGE)
adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.
German (Pape)
[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².
Russian (Dvoretsky)
ἀκοντί: (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).
Greek Monolingual
ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].
Greek Monotonic
ἀκοντί: [ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[adverb of ἄκων, contr. for ἀεκοντί, Plut.]