ἀγαστός: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />digne d'admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]]. | |btext=ή, όν :<br />digne d'admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγαστός:''' (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγαστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἄγαμαι]], αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. [[τύπος]] του Ομηρ. [[ἀγητός]], [[αξιοθαύμαστος]], [[έξοχος]], σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. [[ἀγαστῶς]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀγαστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἄγαμαι]], αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. [[τύπος]] του Ομηρ. [[ἀγητός]], [[αξιοθαύμαστος]], [[έξοχος]], σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. [[ἀγαστῶς]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀγατός]] poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn.; verb. adj. of [[ἄγαμαι]]<br />[[deserving]] [[admiration]], later form of the Hom. [[ἀγητός]], [[admirable]], Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn. | |mdlsjtxt=[[ἀγατός]] poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn.; verb. adj. of [[ἄγαμαι]]<br />[[deserving]] [[admiration]], later form of the Hom. [[ἀγητός]], [[admirable]], Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός, admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. -τῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 admirable, maravilloso A.Fr.268, οὐκέτι μοι βίος ἀ. ya no me gusta la vida E.Hec.168, cf. Pl.Lg.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.HG 2.3.56, cf. An.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.Smp.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos Plu.Aem.22, cf. Procop.Aed.1.4.8, Synes.Regn.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación S.E.P.3.184.
2 adv. -ῶς admirable, maravillosamente ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.249 (cj.), cf. X.Ages.1.24.
German (Pape)
[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγαστός: (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.
Greek Monotonic
ἀγαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἄγαμαι, αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. τύπος του Ομηρ. ἀγητός, αξιοθαύμαστος, έξοχος, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. ἀγαστῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀγατός poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.; verb. adj. of ἄγαμαι
deserving admiration, later form of the Hom. ἀγητός, admirable, Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.