ἀντεπιγράφω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντεπιγράφομαι s'inscrire à la place de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιγράφω]].
|btext=inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντεπιγράφομαι s'inscrire à la place de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιγράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιγράφω:''' [[записывать вместо]] (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ [[νίκημα]] Polyb. приписывать себе (чужую) победу.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεπιγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[κάτι]] αντί άλλου, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντεπιγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[κάτι]] αντί άλλου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιγράφω:''' [[записывать вместо]] (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ [[νίκημα]] Polyb. приписывать себе (чужую) победу.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[write]] [[something]] [[instead]], Dem.
|mdlsjtxt=<br />to [[write]] [[something]] [[instead]], Dem.
}}
}}

Revision as of 17:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιγράφω Medium diacritics: ἀντεπιγράφω Low diacritics: αντεπιγράφω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: antepigráphō Transliteration B: antepigraphō Transliteration C: antepigrafo Beta Code: a)ntepigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], write something instead, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. D.22.72:—Med., -εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα put their own names instead of the other party to the victory, i.e. claim it, Plb.18.34.2.

Spanish (DGE)

escribir en lugar de καλὰ ... ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελὼν ὡς ἀσεβῆ ... ἀντεπιγέγραφεν D.22.72, cf. D.24.180, τὸ αὑτοῦ ὄνομα D.C.37.44.2
en v. med. inscribirse en lugar de ἐπὶ τὸ νίκημα para la victoria e.d. arrogarse la victoria Plb.18.34.2.

German (Pape)

[Seite 247] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ νίκημα, d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.

French (Bailly abrégé)

inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;
Moy. ἀντεπιγράφομαι s'inscrire à la place de.
Étymologie: ἀντί, ἐπιγράφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιγράφω: записывать вместо (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα Polyb. приписывать себе (чужую) победу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιγράφω: ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, ὅπερ ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ νίκημα, τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν ἄλλος ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.

Greek Monolingual

ἀντεπιγράφω (Α)
1. επιγράφω κάτι στη θέση άλλου που εξάλειψα
2. (-ομαι)
οικειοποιούμαι κάτι που ανήκει σε άλλον.

Greek Monotonic

ἀντεπιγράφω: μέλ. -ψω, γράφω κάτι αντί άλλου, σε Δημ.

Middle Liddell


to write something instead, Dem.