ἀπολυτρόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />délivrer moyennant rançon.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λυτρόω]].
|btext=-ῶ :<br />délivrer moyennant rançon.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λυτρόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολυτρόω:''' [[освобождать за выкуп]] (τινας τῶν μακροτάτων λύτρων Plat.; ταλάντων [[ἐννέα]] Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπολυτρῶ]], [[ἀπολυτρόω]])<br />[[απελευθερώνω]] κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα [[λύτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλλάσσω]] κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, [[σώζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλυτώνω]], [[ξεφεύγω]].
|mltxt=(AM [[ἀπολυτρῶ]], [[ἀπολυτρόω]])<br />[[απελευθερώνω]] κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα [[λύτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλλάσσω]] κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, [[σώζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γλυτώνω]], [[ξεφεύγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολυτρόω:''' [[освобождать за выкуп]] (τινας τῶν μακροτάτων λύτρων Plat.; ταλάντων [[ἐννέα]] Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[release]] on [[payment]] of [[ransom]], c. gen. pretii, Philipp. ap. Dem.
|mdlsjtxt=<br />to [[release]] on [[payment]] of [[ransom]], c. gen. pretii, Philipp. ap. Dem.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολυτρόω Medium diacritics: ἀπολυτρόω Low diacritics: απολυτρόω Capitals: ΑΠΟΛΥΤΡΟΩ
Transliteration A: apolytróō Transliteration B: apolytroō Transliteration C: apolytroo Beta Code: a)polutro/w

English (LSJ)

release on payment of ransom, Men.Mis.21: c. gen. pretii, ὡς ἐχθροὺς ἀ. τῶν μακροτάτων λύτρων Pl.Lg.919a, cf. Philipp. ap.D.12.3; restore for a ransom, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς Plb.2.6.6, cf. J.BJ2.14.1:—Med., Polyaen.5.40.

Spanish (DGE)

1 liberar mediante rescate c. ac. de pers. τὴν ἐμαυτοῦ a mi hija Men.Mis.298, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν Plb.2.6.6, τοὺς ἐπὶ λῃστείᾳ δεδεμένους I.BI 2.273
c. ac. de pers. y gen. de precio liberar Pl.Lg.919a (τοὺς αἰχμαλώτους) ταλάντων ἐννέα D.12.3, χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρόν Plu.2.343b, tb. en v. med. οὓς (ἄνδρας) πολλῶν χρημάτων Polyaen.5.40
c. prep. πρὸς ἰσοστάσιον χρυσόν al mismo peso de oro Posidon.274.
2 en v. med. liberarse ἀπολυτροῦται κακιῶν καὶ παθῶν διάνοια Ph.1.91, cf. Hsch.s.u. ἀπολυσάμενος.

German (Pape)

[Seite 313] für Lösegeld freigeben, τινά τινος, wofür, Plat. Legg. XI, 919 a; Ep. Philp. bei Dem. 12, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
délivrer moyennant rançon.
Étymologie: ἀπό, λυτρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολυτρόω: освобождать за выкуп (τινας τῶν μακροτάτων λύτρων Plat.; ταλάντων ἐννέα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυτρόω: ἐλευθερῶ διὰ λύτρων, καταβάλλω τὰ λύτρα καὶ ἐλευθερῶ τινα, μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὡς ἐχθροὺς ἀπ. τῶν μιαρωτάτων λύτρων Πλάτ. Νόμ. 919Α, πρβλ. Φιλιππ. παρὰ Δημοσθ. 151. 15: ― Μέσ., Πολύαιν. 5, 40.

Greek Monotonic

ἀπολυτρόω: μέλ. -ώσω, απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. παρά Δημ.

Greek Monolingual

(AM ἀπολυτρῶ, ἀπολυτρόω)
απελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα λύτρα
νεοελλ.
απαλλάσσω κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, σώζω
μσν.
γλυτώνω, ξεφεύγω.

Middle Liddell


to release on payment of ransom, c. gen. pretii, Philipp. ap. Dem.