ἀτάομαι: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>seul. Pass.</i><br />être dans l'affliction <i>ou</i> le malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]]. | |btext=-ῶμαι;<br /><i>seul. Pass.</i><br />être dans l'affliction <i>ou</i> le malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτάομαι:''' (ᾱτ) быть несчастным, страдать, мучиться Soph., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτάομαι:''' [ᾱ], Παθ. ([[ἄτη]]), [[υποφέρω]] φοβερά, βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] στενοχώρια, <i>ἀτώμενος</i>, σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''ἀτάομαι:''' [ᾱ], Παθ. ([[ἄτη]]), [[υποφέρω]] φοβερά, βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] στενοχώρια, <i>ἀτώμενος</i>, σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἄτη]<br />to [[suffer]] [[greatly]], be in [[dire]] [[distress]], ἀτώμενος Soph., Eur. | |mdlsjtxt=[ἄτη]<br />to [[suffer]] [[greatly]], be in [[dire]] [[distress]], ἀτώμενος Soph., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾱτ], Pass., (ἄτη) A suffer, be in distress, in Trag. always in pres. part. ἀτώμενος S.Aj.384, Ant.17,314, E.Supp.182, exc. ἀτώμεσθα S.Aj.269; ἀτασθῶσιν is dub. in Hes.Cat.Oxy.1358Fr.2.13. II as law-term, αἴ τις ἀταθείη the injured party, Leg.Gort.4.29; but ὁ ἀταμένος the loser in a suit, ib.10.21; ἀϝατᾶται suffers a penalty, IG 5(1).1155 (Gythium):—Act., ἀτάω, aor. subj. 3sg. ἀτάσῃ dub. in Leg.Gort.6.23,43.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): act. -άω Hsch.
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [pres. ἀϝατᾶται IG 5(1).1155 (Gition V a.C.)]
I 1gener. sufrir desgracia, estar perdido ἡμεῖς ἄρ' οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα S.Ai.269, ἐκ τῶν γὰρ αἰσχρῶν λημμάτων ... ἀτωμένους S.Ant.314, οὔτ' εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ' ἀτωμένη S.Ant.17, cf. Ai.384, E.Supp.182, Man.5.97.
2 jur. ser penalizado, resultar perjudicado en una herencia αἰ δέ τις ἀταθείɛ̄, ἀποδάτταθθαι τōι ἀταμένοι ἆι ἔγρατται ICr.4.72.4.29, 30 (V a.C.), cf. 4.72.10.21, αἰ δέ κα ἀποστρυ[θ] ε͂ται, ἀϝατᾶται IG l.c.
II act. ἤτᾳς· ἠλγύνας Hsch.
German (Pape)
[Seite 383] praes. pass., Schaden leiden, unglücklich sein, Soph. Ai. 622; Eur. Suppl. 194; Ggstz σεσωσμένος Soph. Ant. 314.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
seul. Pass.
être dans l'affliction ou le malheur.
Étymologie: ἄτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάομαι: (ᾱτ) быть несчастным, страдать, мучиться Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάομαι: [ᾱτ], παθ. (ἄτη) μεγάλως ὑποφέρω, εὑρίσκομαι ἐν μεγάλη στενοχωρία, ἀείποτε κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, ἀτώμενος Σοφ. Αἴ. 384. Ἀντ. 17, 314, Εὐρ. Ἱκ. 182· ἡμεῖς ἄρ’ οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα νῦν, ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθε τὸ κακὸν, πάσχομεν ἡμεῖς τώρα, Σοφ. Αἴ. 269, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. Ἐν τῇ Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης (IV29) προφανῶς ἡ λέξις σημαίνει, ἀποτίνω ζημίαν, τιμήματι περιπίπτω, νικῶμαι (ἐν δικαστηρίῳ), αἱ δὲ τις ἀταθείη, ἀποδάτταθθαι τῶι ἀταμένωι, αἷ ἔγρατται. Ἐν Χ21 τὸ ἀταμένος εἶναι παράλληλον τῷ νενικαμένος. Ἴδε Κομπαρέττην σ. 183· Ins. Jurid. Gr., σ. 436· Roberts σ. 334.
Greek Monotonic
ἀτάομαι: [ᾱ], Παθ. (ἄτη), υποφέρω φοβερά, βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, ἀτώμενος, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
[ἄτη]
to suffer greatly, be in dire distress, ἀτώμενος Soph., Eur.