ἀστραγαλωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />garni d'osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
|btext=ή, όν :<br />garni d'osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλωτός:''' [[с вплетенными внутрь бабками]] ([[μάστιξ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]].
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλωτός:''' [[с вплетенными внутрь бабками]] ([[μάστιξ]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγᾰλωτός Medium diacritics: ἀστραγαλωτός Low diacritics: αστραγαλωτός Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: astragalōtós Transliteration B: astragalōtos Transliteration C: astragalotos Beta Code: a)stragalwto/s

English (LSJ)

ή, όν,
A made of ἀστράγαλοι, μάστιξ Crates Com.35, Plu.2.1127c; ἱμάς Posidon.9.
II ἀστραγαλωτή, ἡ, name of a plant, Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 (sc. στυπτηρία) a kind of alum, Gal.12.237.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν
I 1hecho con huesos de taba μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.
2 talar, que llega a los tobillos χιτών Thdt.Qu.in 2Re.28 (p.92).
II subst. ἀστραγαλωτή, ἡ
1 bot. n. de una planta Philum.Ven.7.11, Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 cierta clase de alumbre Gal.12.237.

German (Pape)

[Seite 377] von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσθαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d'osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰγᾰλωτός: с вплетенными внутрь бабками (μάστιξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλωτός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος ἐξ ἀστραγάλων, ἴδε ἐν λ. ἀστράγαλος IV.

Greek Monolingual

ἀστραγαλωτός, -ή, -όν (Α)
1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» — μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια
2. ονομασία φυτού
3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» — είδος στύψης (Γαληνός)
4. «ἀστραγαλωτός χιτών» — αυτός που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους, μακρύς.