ἐκλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκλήξομαι, <i>ao.2</i> ἐξέλαχον, <i>etc.</i><br />obtenir du sort <i>ou</i> pour lot.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λαγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> ἐκλήξομαι, <i>ao.2</i> ἐξέλαχον, <i>etc.</i><br />obtenir du sort <i>ou</i> pour lot.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λαγχάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλαγχάνω:''' (fut. ἐκλήξομαι, aor. 2 ἐξέλαχον) получать в удел, обретать (τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες Soph.; κακῶν [[μέρος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλαγχάνω:''' (fut. ἐκλήξομαι, aor. 2 ἐξέλαχον) получать в удел, обретать (τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες Soph.; κακῶν [[μέρος]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -λήξομαι<br />to [[obtain]] by lot or [[destiny]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. -λήξομαι<br />to [[obtain]] by lot or [[destiny]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλαγχάνω Medium diacritics: ἐκλαγχάνω Low diacritics: εκλαγχάνω Capitals: ΕΚΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: eklanchánō Transliteration B: eklanchanō Transliteration C: eklagchano Beta Code: e)klagxa/nw

English (LSJ)

pf. ἐκλέλογχα condemned by Luc.Sol.5:—obtain by lot or fate, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός S.El.760; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες Id.OC1337; κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ar.Th.1071.

Spanish (DGE)

tocarle a uno en suerte ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός para que le toque una tumba en la tierra de sus padres S.El.760, c. ac. int. τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες tras haber corrido la misma suerte S.OC 1337, τί ποτ' ... περίαλλα κακῶν μέρος ἐξέλαχον; Ar.Th.1071 (= E.Fr.Andr.2).

German (Pape)

[Seite 766] (s. λαγχάνω), durchs Schicksal oder Loos zugetheilt bekommen, erlangen; ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός Soph. El. 750; μέρος Ar. Th. 1071; vgl. Luc. Soloec. 5.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκλήξομαι, ao.2 ἐξέλαχον, etc.
obtenir du sort ou pour lot.
Étymologie: ἐκ, λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλαγχάνω: (fut. ἐκλήξομαι, aor. 2 ἐξέλαχον) получать в удел, обретать (τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες Soph.; κακῶν μέρος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.

Greek Monolingual

ἐκλαγχάνω (Α)
μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.

Greek Monotonic

ἐκλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, κερδίζω με λαχνό ή σε κλήρωση, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -λήξομαι
to obtain by lot or destiny, Soph.