ἐκλιπής: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui manque : [[τοῦ]] ἡλίου ἐκλιπές [[τι]] ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;<br /><b>2</b> abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκλείπω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui manque : [[τοῦ]] ἡλίου ἐκλιπές [[τι]] ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;<br /><b>2</b> abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκλείπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκλῐπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оставленный]], [[брошенный]] (ἅπασιν ἐκλιπὲς [[τοῦτο]] ἦν τὸ [[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[недостающий]], [[нехватающий]] (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκλῐπής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εξασθενεί, [[ελλιπής]], [[ατελής]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που παραλείφθηκε, παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐκλῐπής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εξασθενεί, [[ελλιπής]], [[ατελής]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που παραλείφθηκε, παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of [[ἐκλείπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[failing]], [[deficient]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], Thuc.]<br /><b class="num">II.</b> omitted, [[overlooked]], Thuc. | |mdlsjtxt=ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of [[ἐκλείπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[failing]], [[deficient]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], Thuc.]<br /><b class="num">II.</b> omitted, [[overlooked]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (ἐκλείπω) A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6. II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.
Spanish (DGE)
-ές
1 omitido, pasado por alto τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores Th.1.97, cf. Arr.An.1.12.2.
2 deficiente, falto, vacío c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser Gorg. en Arist.Xen.980a6
•subst. τὸ ἐ. el vacío Plu.2.479b.
3 que sufre eclipse, eclipsado c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol Th.4.52, cf. D.C.55.22.3.
German (Pape)
[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;
2 abandonné.
Étymologie: ἐκλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλῐπής:
1) оставленный, брошенный (ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον Thuc.);
2) недостающий, нехватающий (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.
Greek Monolingual
ἐκλιπής, -ές (Α)
1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική έκλειψη ηλίου)
2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῖς πρὸ εμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον» — αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐκλῐπής: -ές,
I. αυτός που εξασθενεί, ελλιπής, ατελής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, σε Θουκ.
II. αυτός που παραλείφθηκε, παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of ἐκλείπω
I. failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, Thuc.]
II. omitted, overlooked, Thuc.