ἐξαγγελία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avis secret envoyé (à l'ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />avis secret envoyé (à l'ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαγγελία:''' ἡ весть, извещение: κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν Xen. воспрепятствовать передаче сообщений (противнику).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαγγελία:''' ἡ, [[πληροφορία]] που δίνεται στον εχθρό ([[κατασκοπεία]]), σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξαγγελία:''' ἡ, [[πληροφορία]] που δίνεται στον εχθρό ([[κατασκοπεία]]), σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαγγελία:''' ἡ весть, извещение: κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν Xen. воспрепятствовать передаче сообщений (противнику).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξαγγελία]], ἡ, <i>n</i><br />[[information]] sent out to the [[enemy]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐξαγγελία]], ἡ, <i>n</i><br />[[information]] sent out to the [[enemy]], Xen.
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγγελία Medium diacritics: ἐξαγγελία Low diacritics: εξαγγελία Capitals: ΕΞΑΓΓΕΛΙΑ
Transliteration A: exangelía Transliteration B: exangelia Transliteration C: eksaggelia Beta Code: e)caggeli/a

English (LSJ)

ἡ, A secret information sent out to the enemy, X.Cyr.2.4.23(pl.). II expression, of style, Longin.Rh.p.186H.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1revelación de información estratégica, c. gen. κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν X.Cyr.2.4.23.
2 confesión del pecado ἐξαγγελίαν τινὸς πρὸς ἕτερον ἀποκαλύπτων revelando a otro la confesión de algo Ephr.Syr.3.406B.
3 anuncio, noticia τοῦ ναυτικοῦ πταίσματος Arr.An.1.18.8, λατρείας Cyr.Al.Luc.2.39.23.
II ret. expresión, modo o forma de expresión ὅταν μὴ τραχείᾳ χρώμεθα τῇ ἐξαγγελίᾳ Men.Rh.389, cf. Longin.Rh.180.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avis secret envoyé (à l'ennemi).
Étymologie: ἐξαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαγγελία: ἡ весть, извещение: κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν Xen. воспрепятствовать передаче сообщений (противнику).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγγελία: ἡ, τὸ ἐξαγγέλειν, ἐπὶ κατασκόπων ἐν καιρῷ πολέμου, τοὺς μὲν ἂν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν Ξεν. Κύρ. 2. 4. 23. ΙΙ. = ἀπαγγελία, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖνος ἐν Ἀποσπ. 8. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐξομολογήσεως = ἐξαγόρευσις, Σωφρόνιος 3365Α, Στουδ. 1712Β.

Greek Monolingual

η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῖπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.

Greek Monotonic

ἐξαγγελία: ἡ, πληροφορία που δίνεται στον εχθρό (κατασκοπεία), σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐξαγγελία, ἡ, n
information sent out to the enemy, Xen.