ἐξεπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=apaiser par des enchantements, charmer ; <i>Pass.</i> se laisser calmer par des enchantements.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπᾴδω]].
|btext=apaiser par des enchantements, charmer ; <i>Pass.</i> se laisser calmer par des enchantements.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπᾴδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπᾴδω:''' [[исцелять заклинаниями]] (ἐπᾴδειν τινὶ [[ἕως]] ἂν ἐξεπᾴσητε Plat.; τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς Plut.; ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδεσθαι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεπᾴδω:''' μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, καταπραΰνω, [[μαγεύω]], [[θέλγω]] με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν</i>, με θέλγητρα παραφθείρεται η [[φύση]] τους, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐξεπᾴδω:''' μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, καταπραΰνω, [[μαγεύω]], [[θέλγω]] με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν</i>, με θέλγητρα παραφθείρεται η [[φύση]] τους, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπᾴδω:''' [[исцелять заклинаниями]] (ἐπᾴδειν τινὶ [[ἕως]] ἂν ἐξεπᾴσητε Plat.; τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς Plut.; ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδεσθαι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ᾴσομαι<br />to [[charm]] [[away]], Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of [[their]] [[nature]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. -ᾴσομαι<br />to [[charm]] [[away]], Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of [[their]] [[nature]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπᾴδω Medium diacritics: ἐξεπᾴδω Low diacritics: εξεπάδω Capitals: ΕΞΕΠΑΔΩ
Transliteration A: exepā́idō Transliteration B: exepadō Transliteration C: eksepado Beta Code: e)cepa/|dw

English (LSJ)

charm away, Pl.Phd.77e, Plu.2.384a:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, S.OC1194.

German (Pape)

[Seite 877] durch Zaubergesänge beschwichtigen, heilen, Plat. Phaed. 77 e. – Pass., sich beschwichtigen lassen, Soph. O. C. 1194.

French (Bailly abrégé)

apaiser par des enchantements, charmer ; Pass. se laisser calmer par des enchantements.
Étymologie: ἐξ, ἐπᾴδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπᾴδω: исцелять заклинаниями (ἐπᾴδειν τινὶ ἕως ἂν ἐξεπᾴσητε Plat.; τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς Plut.; ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδεσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν διάθεσις, Σοφ. Ο. Κ. 1194.

Greek Monolingual

ἐξεπᾴδω (Α)
καταπραΰνω με επωδούς
(«χρή... ἐπᾴδειν αὐτῷ ἑκάστης ἡμέρας, ἕως ἄν ἐξεπᾴσετε», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐξεπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω, μαγεύω, θέλγω με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν, με θέλγητρα παραφθείρεται η φύση τους, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -ᾴσομαι
to charm away, Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, Soph.