ἐξεπᾴδω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=apaiser par des enchantements, charmer ; <i>Pass.</i> se laisser calmer par des enchantements.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπᾴδω]]. | |btext=apaiser par des enchantements, charmer ; <i>Pass.</i> se laisser calmer par des enchantements.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπᾴδω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεπᾴδω:''' [[исцелять заклинаниями]] (ἐπᾴδειν τινὶ [[ἕως]] ἂν ἐξεπᾴσητε Plat.; τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς Plut.; ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδεσθαι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξεπᾴδω:''' μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, καταπραΰνω, [[μαγεύω]], [[θέλγω]] με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν</i>, με θέλγητρα παραφθείρεται η [[φύση]] τους, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐξεπᾴδω:''' μέλ. <i>-ᾴσομαι</i>, καταπραΰνω, [[μαγεύω]], [[θέλγω]] με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν</i>, με θέλγητρα παραφθείρεται η [[φύση]] τους, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ᾴσομαι<br />to [[charm]] [[away]], Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of [[their]] [[nature]], Soph. | |mdlsjtxt=fut. -ᾴσομαι<br />to [[charm]] [[away]], Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of [[their]] [[nature]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 3 October 2022
English (LSJ)
charm away, Pl.Phd.77e, Plu.2.384a:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, S.OC1194.
German (Pape)
[Seite 877] durch Zaubergesänge beschwichtigen, heilen, Plat. Phaed. 77 e. – Pass., sich beschwichtigen lassen, Soph. O. C. 1194.
French (Bailly abrégé)
apaiser par des enchantements, charmer ; Pass. se laisser calmer par des enchantements.
Étymologie: ἐξ, ἐπᾴδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπᾴδω: исцелять заклинаниями (ἐπᾴδειν τινὶ ἕως ἂν ἐξεπᾴσητε Plat.; τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς Plut.; ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδεσθαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν διάθεσις, Σοφ. Ο. Κ. 1194.
Greek Monolingual
ἐξεπᾴδω (Α)
καταπραΰνω με επωδούς
(«χρή... ἐπᾴδειν αὐτῷ ἑκάστης ἡμέρας, ἕως ἄν ἐξεπᾴσετε», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐξεπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω, μαγεύω, θέλγω με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν, με θέλγητρα παραφθείρεται η φύση τους, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. -ᾴσομαι
to charm away, Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, Soph.