ἐξωμίς: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> tunique à une manche, que portaient surtout les esclaves <i>ou</i> le bas peuple;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> tunique sans manches.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὦμος]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> tunique à une manche, que portaient surtout les esclaves <i>ou</i> le bas peuple;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> tunique sans manches.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὦμος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξωμίς:''' ίδος ἡ эксомида (греческая туника, оставлявшая открытыми правое плечо и правую руку; одежда рабов, ремесленников Arph., Sext.; в Риме - туника без рукавов Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξωμίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὦμος]]), ανδρικό [[ένδυμα]] [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο αφήνει και τους [[δύο]] ώμους γυμνούς ή έχει ένα [[μανίκι]], που αφήνει [[γυμνό]] μόνο τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''ἐξωμίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὦμος]]), ανδρικό [[ένδυμα]] [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο αφήνει και τους [[δύο]] ώμους γυμνούς ή έχει ένα [[μανίκι]], που αφήνει [[γυμνό]] μόνο τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ὦμος) = χιτὼν ἑτερομάσχαλος, tunic with one sleeve, leaving one shoulder bare, worn by slaves and the poor, Id.V.444 (cf. Sch.ad loc.), Lys.662, X.Mem. 2.7.5, etc.; by Laconizers, Ael.VH9.34; by Cynics, S.E.P.1.153; by the rich when not on ceremony, Suid. s.v.; by women, Ar.Fr.8; at Rome, sleeveless tunic, Plu.Cat.Ma.3, Gell.6(7).12.3.
German (Pape)
[Seite 891] ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid (vgl. Hesych.) mit keinem, oder nach Schol. Ar. Vesp. 444 mit Einem Aermel (ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen, Ar. Eccl. 662. 1021 (nach Suid. εὐτελὴς χιτὼν ἐλευθέριος οὐκ ἐπισκεπάζων τοὺς βραχίονας; nach Poll. 4, 118 λευκὸς ἄσημος κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων); auch Lacedämonier, Ael. V. H. 9, 34, u. Einfachheit affectirende Cyniker, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 153. Bei den Römern nach Gell. 7, 12 tunica substricta et brevis citra humerum desinens; Plut. Cat. mai. 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 tunique à une manche, que portaient surtout les esclaves ou le bas peuple;
2 à Rome tunique sans manches.
Étymologie: ἐξ, ὦμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωμίς: ίδος ἡ эксомида (греческая туника, оставлявшая открытыми правое плечо и правую руку; одежда рабов, ремесленников Arph., Sext.; в Риме - туника без рукавов Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωμίς: -ίδος, ἡ, (ὦμος) ἀνδρικὸν ἔνδυμα ἄνευ χειρίδων, ὥστε ὁ φορῶν αὐτὸ εἶχεν ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας γυμνοὺς μέχρι τῶν ὤμων (A. Gell. 7. 12), ἢ κατὰ τὸν Σχολ. (εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 444) «ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἑτερομάσχαλα», ἔχοντα δηλ. τὴν μίαν μασχάλην ἀνοικτήν· διφθερῶν κἀξωμίδων Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 7, 5, κτλ.· τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν πτωχοτέρων τάξεων καὶ τῶν δούλων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λυσ. 662, 1021· περιτυχὼν Λακεδαιμονίοις (ὁ Διογένης) ἐν ἐξωμίσι φαύλαις καὶ ῥυπώσαις ‘ἄλλος’ εἶπεν ‘οὗτος τῦφος’ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 34· ἔνδυμα τῶν κυνικῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 153· κατὰ Σουΐδαν: «ἐξωμίς, Ἀττικὸν λεξείδιον· σημαίνει δὲ χιτῶνα ἐλευθέριον, οὐκ ἐπισκεπάζοντα τοὺς βραχίονας»· ἐφόρουν προσέτι αὐτὴν καὶ γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ. «ἐξωμίς· χιτὼν ὁμοῦ καὶ ἱμάτιον· τὴν γὰρ ἑκατέρου χρείαν παρεῖχεν· καὶ χιτῶνος μὲν διὰ τὸ ζώννυσθαι ἱματίου δὲ ὅτι τὸ ἕτερον μέρος ἀνεβάλλετο, παρ’ ὃ καὶ κωμικοὶ ὁτὲ μὲν ‘ἔνδυθι’, ὁτὲ δὲ ‘περιβαλοῦ’». - Κατὰ δὲ Πολυδ. (Δ΄, 118) «κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς· ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος, κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων, ἄγναπτος». - Κατὰ δὲ τὸ Λεξικὸν Φωτίου ἐν λ. ἑτερομάσχαλος: «χιτὼν δουλικός, ἣν ἐξωμίδα λέγουσιν». - Ἴδε τὰς λέξ. ἐπωμίς, χειριδωτός.
Greek Monolingual
ἐξωμίς (AM)
1. ένδυμα χωρίς μανίκια που άφηνε τα χέρια ακάλυπτα ώς τους ώμους
2. ένδυμα που φοριούνταν έτσι ώστε να μένει ακάλυπτος ο ένας ώμος.
Greek Monotonic
ἐξωμίς: -ίδος, ἡ (ὦμος), ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια, το οποίο αφήνει και τους δύο ώμους γυμνούς ή έχει ένα μανίκι, που αφήνει γυμνό μόνο τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
ἐξ-ωμίς, ίδος ὦμος
a man's vest without sleeves, leaving both shoulders bare, or with one sleeve, leaving one shoulder bare, Ar., Xen.