ἐπιτιμητικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enclin à blâmer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]].
|btext=ή, όν :<br />enclin à blâmer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῑμητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[порицательный]], [[порицающий]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонный порицать]], [[придирчивый]] (sc. [[Μῶμος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] («([[τέλος]]) [[νουθέτησις]] [[λόγος]] ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτιμητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] («([[τέλος]]) [[νουθέτησις]] [[λόγος]] ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτιμητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῑμητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[порицательный]], [[порицающий]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонный порицать]], [[придирчивый]] (sc. [[Μῶμος]] Luc.).
}}
}}