ἔκδυμα: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκδῡμα:''' ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδῠμα:''' -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, [[δέρμα]], [[πετσί]], [[τομάρι]] ζώου, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔκδῠμα:''' -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, [[δέρμα]], [[πετσί]], [[τομάρι]] ζώου, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκδῡμα:''' ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκδῠμα, ατος, τό,<br />that [[which]] is stripped off, a [[skin]], [[garment]], Anth. [from [[ἐκδύω]]
|mdlsjtxt=ἔκδῠμα, ατος, τό,<br />that [[which]] is stripped off, a [[skin]], [[garment]], Anth. [from [[ἐκδύω]]
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδῡμα Medium diacritics: ἔκδυμα Low diacritics: έκδυμα Capitals: ΕΚΔΥΜΑ
Transliteration A: ékdyma Transliteration B: ekdyma Transliteration C: ekdyma Beta Code: e)/kduma

English (LSJ)

that which is stripped off, skin, hide, garment f.l. in AP5.198 (Hedyl.; leg. ἔνδυμα).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.

German (Pape)

[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.

Greek Monolingual

το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.

Greek Monotonic

ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔκδῠμα, ατος, τό,
that which is stripped off, a skin, garment, Anth. [from ἐκδύω