ἰχνευτής: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἰχνεύμων]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἰχνεύμων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνευτής:''' οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).<br />οῦ ὁ Her. = [[ἰχνεύμων]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχνευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιχνηλάτης]], [[ανιχνευτής]]· ἰχνευτὴς [[κύων]], [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]] που ανιχνεύει και βρίσκει το [[θήραμα]] δια της όσφρησης, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἰχνευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιχνηλάτης]], [[ανιχνευτής]]· ἰχνευτὴς [[κύων]], [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]] που ανιχνεύει και βρίσκει το [[θήραμα]] δια της όσφρησης, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἰχνευτής]], οῦ, [from [[ἰχνεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[tracker]], ἰχν. [[κύων]] a [[hound]] that hunts by [[nose]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[ἰχνευτής]], οῦ, [from [[ἰχνεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[tracker]], ἰχν. [[κύων]] a [[hound]] that hunts by [[nose]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:31, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298). 2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.). II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνευτής: οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).
οῦ ὁ Her. = ἰχνεύμων 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.
Greek Monotonic
ἰχνευτής: -οῦ, ὁ,
I. ιχνηλάτης, ανιχνευτής· ἰχνευτὴς κύων, κυνηγετικός σκύλος που ανιχνεύει και βρίσκει το θήραμα δια της όσφρησης, σε Ανθ.
II. = ἰχνεύμων, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἰχνευτής, οῦ, [from ἰχνεύω
I. a tracker, ἰχν. κύων a hound that hunts by nose, Anth.
II. = ἰχνεύμων, Hdt.