ὀγκύλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=se gonfler, s'enorgueillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄγκος]]².
|btext=se gonfler, s'enorgueillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄγκος]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγκύλλομαι:''' (только praes.) гордиться, зазнаваться Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκύλλομαι:''' Παθ., <i>ὀγκόομαι</i>, είμαι [[αλαζόνας]], [[κομπάζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀγκύλλομαι:''' Παθ., <i>ὀγκόομαι</i>, είμαι [[αλαζόνας]], [[κομπάζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγκύλλομαι:''' (только praes.) гордиться, зазнаваться Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀγκύλλομαι]], = ὀγκόομαι]<br />Pass. to be puffed up, Ar.
|mdlsjtxt=[[ὀγκύλλομαι]], = ὀγκόομαι]<br />Pass. to be puffed up, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκύλλομαι Medium diacritics: ὀγκύλλομαι Low diacritics: ογκύλλομαι Capitals: ΟΓΚΥΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: onkýllomai Transliteration B: onkyllomai Transliteration C: ogkyllomai Beta Code: o)gku/llomai

English (LSJ)

Pass., = ὀγκόομαι, to be swollen, κοιλίη -ομένη Hp.Prorrh.1.99, Coac.606 : metaph., to be puffedup, Ar.Pax465; ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ath.9.382b.

German (Pape)

[Seite 291] = ὀγκόομαι, übertr., Ar. Pax 457, ὠγκύλλετο ἐπὶ τῇ τέχνῃ, Ath. IX, 382 b; im eigentlichen Sinne, anschwellen, soll es Hippocr. gebraucht haben.

French (Bailly abrégé)

se gonfler, s'enorgueillir.
Étymologie: ὄγκος².

Russian (Dvoretsky)

ὀγκύλλομαι: (только praes.) гордиться, зазнаваться Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκύλλομαι: παθ., = ὀγκόομαι, ἐξογκοῦμαι μεθ’ ὑπερηφανίας, ὑπερηφανεύομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 465· ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ἀθήν. 382B. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀγκύλλεσθαι· ὑψαυχενεῖν· καὶ ἐπαίρεσθαι. καὶ ὄγκον περιβεβλῆσθαι».

Greek Monolingual

ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῦμαι, -όομαι (Α)
1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι
2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος
υπερήφανος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)].

Greek Monotonic

ὀγκύλλομαι: Παθ., ὀγκόομαι, είμαι αλαζόνας, κομπάζω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀγκύλλομαι, = ὀγκόομαι]
Pass. to be puffed up, Ar.