ἱερολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>ion.</i> [[ἱρολογίη]];<br />langage sacré <i>ou</i> mystique.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[λόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>ion.</i> [[ἱρολογίη]];<br />langage sacré <i>ou</i> mystique.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[λόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερολογία:''' ион. [[ἱρολογίη]] ἡ сакральная речь, священный язык ([[γοητεία]] καὶ ἱ. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερολογία:''' Ιων. [[ἱρολογίη]], ἡ ([[λόγος]]), αποκρυφιστική ή [[ιερή]] [[γλώσσα]], [[λόγος]] για ιερά πράγματα, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἱερολογία:''' Ιων. [[ἱρολογίη]], ἡ ([[λόγος]]), αποκρυφιστική ή [[ιερή]] [[γλώσσα]], [[λόγος]] για ιερά πράγματα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερολογία:''' ион. [[ἱρολογίη]] ἡ сакральная речь, священный язык ([[γοητεία]] καὶ ἱ. Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόγος]]<br />[[sacred]] or mystical [[language]], Luc.
|mdlsjtxt=[[λόγος]]<br />[[sacred]] or mystical [[language]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερολογία Medium diacritics: ἱερολογία Low diacritics: ιερολογία Capitals: ΙΕΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: hierología Transliteration B: hierologia Transliteration C: ierologia Beta Code: i(erologi/a

English (LSJ)

Ion. ἱρολογίη, ἡ, mystical language, Luc.Astr.10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ion. ἱρολογίη;
langage sacré ou mystique.
Étymologie: ἱερός, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἱερολογία: ион. ἱρολογίη ἡ сакральная речь, священный язык (γοητεία καὶ ἱ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερολογία: Ἰων. ἱρολογίη, ἡ, ὁμιλία, λόγος περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Λουκ. Ἀστρολ. 10, Συνέσ. 1272C, Διον. Ἀρεοπ. 92Α, 377Α, 429C. ΙΙ. ἡ τέλεσις τῆς εὐλογίας τοῦ γάμου, = στεφάνωμα, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως 860Α, Λεόντ. Νεαραὶ 211, Κεδρην. ΙΙ. 505, 21, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἱερολογία, Α ιων. τ. ἱρολογίη) ιερολόγος
(νεοελλ.-μσν.) ιεροτελεστία, η θρησκευτική τελετή, τα κείμενα τών αναγνωσμάτων, ψαλμάτων και ευχών κατά την τέλεση μυστηρίου
μσν.-αρχ.
1. ομιλία περί θρησκευτικών θεμάτων
2. ιερά λόγια, προσευχές.

Greek Monotonic

ἱερολογία: Ιων. ἱρολογίη, ἡ (λόγος), αποκρυφιστική ή ιερή γλώσσα, λόγος για ιερά πράγματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λόγος
sacred or mystical language, Luc.