ὀρσινεφής: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui soulève <i>ou</i> pousse les nuages.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[νέφος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui soulève <i>ou</i> pousse les nuages.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[νέφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρσῐνεφής:''' [[нагоняющий тучи]] ([[Ζεύς]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρσῐνεφής:''' -ές ([[νέφος]]), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀρσῐνεφής:''' -ές ([[νέφος]]), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρσῐ-νεφής, ές [[νέφος]]<br />[[cloud]]-[[raising]], Pind. | |mdlsjtxt=ὀρσῐ-νεφής, ές [[νέφος]]<br />[[cloud]]-[[raising]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, cloud-raising, Id.N.5.34.
German (Pape)
[Seite 387] ές, Wolken erregend, Ζεύς, Pind. N. 5, 34.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui soulève ou pousse les nuages.
Étymologie: ὄρνυμι, νέφος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρσῐνεφής: нагоняющий тучи (Ζεύς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσῐνεφής: -ές, ὁ διεγείρων τὰ νέφη, τὸ τοῦ Ὁμήρου νεφεληγερέτα, Πινδ. Ν. 5. 62. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τόμ. Α΄, σ. 784.
English (Slater)
ὀρσινεφής who rouses the clouds ὀρσινεφὴς Ζεύς (N. 5.34)
Greek Monolingual
ὀρσινεφής, -ές (ΑΜ)
αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι-νεφής].
Greek Monotonic
ὀρσῐνεφής: -ές (νέφος), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ.