ὁμοβώμιος: Difference between revisions
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[βωμός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[βωμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοβώμιος:''' [[имеющий общий алтарь]] (θεοί Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμοβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), [[θεός]] που έχει κοινό βωμό με άλλον θεό, σε Θουκ. | |lsmtext='''ὁμοβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), [[θεός]] που έχει κοινό βωμό με άλλον θεό, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὁμο-[[βώμιος]], ον, [[βωμός]]<br />having a [[common]] [[altar]], Thuc. | |mdlsjtxt=ὁμο-[[βώμιος]], ον, [[βωμός]]<br />having a [[common]] [[altar]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:43, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, having a common altar, Th.3.59.
German (Pape)
[Seite 333] einen gemeinschaftlichen Altar habend, Thuc. 3, 59; vgl. Poll. 7, 155.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le même autel.
Étymologie: ὁμός, βωμός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοβώμιος: имеющий общий алтарь (θεοί Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοβώμιος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν βωμόν, οἷον ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, συμβώμιος, Θουκ. 3. 59. - Παρὰ τῷ Ἡσύχ. φέρεται καὶ τύπος: ὁμόβωμοι, ὅστις εὕρηται καὶ ἐν ἐπιγράμματι, (Τηλέμα)χός σε ἱέρωσε Ἀσκληπιῷ ἠδὲ ὁμοβώμοις Ἐπιγρ. Ἀττ. Β΄, 1442, τ. Β΄, μέρος γ΄, σ. 68, ἴδε Κόντου Γλωσσ., Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 137.
Greek Monolingual
ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ
ὁμόβωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + βώμιος (πρβλ. επι-βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)- + βωμός (πρβλ. πολύ-βωμος)].
Greek Monotonic
ὁμοβώμιος: -ον (βωμός), θεός που έχει κοινό βωμό με άλλον θεό, σε Θουκ.