ὁμαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὁμαλίζω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμαλός]].
|btext=<i>c.</i> [[ὁμαλίζω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμαλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμᾰλύνω:''' Plat., Arst. = [[ὁμαλίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] > [[λεπτύνω]])].
|mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] > [[λεπτύνω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμᾰλύνω:''' Plat., Arst. = [[ὁμαλίζω]].
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλύνω Medium diacritics: ὁμαλύνω Low diacritics: ομαλύνω Capitals: ΟΜΑΛΥΝΩ
Transliteration A: homalýnō Transliteration B: homalynō Transliteration C: omalyno Beta Code: o(malu/nw

English (LSJ)

A = ὁμαλίζω 1.1, τὴν κονδύλωσιν Hp.Haem.5, cf. Pl. Ti. 45e; τὴν ἄρουραν Arist.Pol.1284a30. II bring the body to an even temperature, Id.Mete.381a20, cf. Metaph.1032b19 (Pass.). 2 make regular, τὸ πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.5.1.

German (Pape)

[Seite 329] ebenen, glätten, τὰς κινήσεις, αὐτῶν ὁμαλυνθεισῶν ἡσυχία γίγνεται, Plat. Tim. 45 e.

French (Bailly abrégé)

c. ὁμαλίζω.
Étymologie: ὁμαλός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰλύνω: Plat., Arst. = ὁμαλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλύνω: [ῡ], = ὁμαλίζω, Ἱππ. 893F, Τίμ. Λοκρ. 45Ε. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., πρβλ. Μετεωρ. 4. 3, 17. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 169.

Greek Monolingual

ὁμαλύνω)
καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω
αρχ.
1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία
2. καθιστώ κάτι κανονικό, εύρυθμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός (πρβλ. λεπτός > λεπτύνω)].