ὑδροπότης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />buveur d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[πίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />buveur d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδροπότης:''' ου ὁ пьющий (одну лишь) воду Xen.; ирон. водолюб, трезвенник Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδροπότης:''' -ου, ὁ, αυτός που πίνει [[νερό]], σε Ξεν.· σε κωμ. [[φράση]], [[αναιμικός]], [[δειλός]], [[άψυχος]], [[άτολμος]], [[λιπόψυχος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑδροπότης:''' -ου, ὁ, αυτός που πίνει [[νερό]], σε Ξεν.· σε κωμ. [[φράση]], [[αναιμικός]], [[δειλός]], [[άψυχος]], [[άτολμος]], [[λιπόψυχος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδροπότης:''' ου ὁ пьющий (одну лишь) воду Xen.; ирон. водолюб, трезвенник Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑδρο-[[πότης]], ου, ὁ,<br />a [[water]]-drinker, Xen.: in Comic [[phrase]], a [[thin]]-blooded, [[mean]]-[[spirited]] [[fellow]], Anth.
|mdlsjtxt=ὑδρο-[[πότης]], ου, ὁ,<br />a [[water]]-drinker, Xen.: in Comic [[phrase]], a [[thin]]-blooded, [[mean]]-[[spirited]] [[fellow]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροπότης Medium diacritics: ὑδροπότης Low diacritics: υδροπότης Capitals: ΥΔΡΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: hydropótēs Transliteration B: hydropotēs Transliteration C: ydropotis Beta Code: u(dropo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πίνω) water-drinker, X.Cyr.6.2.29; used of a thin-blooded, mean-spirited fellow, AP11.20 (Antip. Thess.); cf. ὑδατοπότης.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, der Wassertrinker, Xen. Cyr. 6, 2, 29; übrtr., ein frostiger, geistloser, jeder höhern Begeisterung unfähiger Mensch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροπότης: ου ὁ пьющий (одну лишь) воду Xen.; ирон. водолюб, трезвенник Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων ὕδωρ, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 29· ὅθεν ἐν κωμικῇ φράσει ἐπὶ ἀνθρώπου δειλοῦ καὶ νωθροῦ καὶ ἀβελτέρου, τὸ τοῦ Ὁρατίου aquae potor, Ἀνθ. Π. 11. 20· οὕτως ὑδατοπότης, παρὰ Φρυνίχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1· ὕδωρ πίνων Δημ. 73. 3, πρβλ. 355. 24, Ἀριστοφ. Ἱππ. 349· ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφὸν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 3, Βάτωνα ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο / ὑδροπότης, ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α
αυτός που πίνει νερό ή αυτός που πίνει μόνο νερό
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού
2. ζωολ. γένος ελαφιών της ανατολικής Ασίας
αρχ.
μτφ. κωμικός χαρακτηρισμός δειλού ή ανόητου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οἰνοπότης. Η λ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydropotes].

Greek Monotonic

ὑδροπότης: -ου, ὁ, αυτός που πίνει νερό, σε Ξεν.· σε κωμ. φράση, αναιμικός, δειλός, άψυχος, άτολμος, λιπόψυχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑδρο-πότης, ου, ὁ,
a water-drinker, Xen.: in Comic phrase, a thin-blooded, mean-spirited fellow, Anth.