ὑψιπέτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vole <i>ou</i> s'élance au haut des airs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέτομαι]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vole <i>ou</i> s'élance au haut des airs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιπέτης:''' дор. [[ὑψιπέτας]], ου adj. m высоко летящий ([[αἰετός]] Hom., Soph., Arph.; [[γέρανος]] Anth.; ἄνεμοι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐπέτης:''' -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ ([[πέτομαι]]), αυτός που πετάει [[ψηλά]], υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑψῐπέτης:''' -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ ([[πέτομαι]]), αυτός που πετάει [[ψηλά]], υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιπέτης:''' дор. [[ὑψιπέτας]], ου adj. m высоко летящий ([[αἰετός]] Hom., Soph., Arph.; [[γέρανος]] Anth.; ἄνεμοι Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψῐ-πέτης, ου, [[πέτομαι]]<br />[[high]]-[[flying]], [[soaring]], Hom., Ar.: [[generally]] [[lofty]], Eur.
|mdlsjtxt=ὑψῐ-πέτης, ου, [[πέτομαι]]<br />[[high]]-[[flying]], [[soaring]], Hom., Ar.: [[generally]] [[lofty]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπέτης Medium diacritics: ὑψιπέτης Low diacritics: υψιπέτης Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipétēs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipe/ths

English (LSJ)

ου, Dor. ὑψῐπέτας, α, ὁ: (πέτομαι):—high-flying, soaring, αἰετός Il.12.201,219, Od.20.243; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105; γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr.476 = Ar. Av.1337 (lyr.): Comp. -έστερος Herm. ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς (contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui vole ou s'élance au haut des airs.
Étymologie: ὕψι, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπέτης: дор. ὑψιπέτας, ου adj. m высоко летящий (αἰετός Hom., Soph., Arph.; γέρανος Anth.; ἄνεμοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, α, ὁ· (√ΠΕΤ, πέτομαι)· ― ὁ εἰς ὕψος πετόμενος, αἰετὸς Ἰλ. Μ. 201, 219, Ὀδ. Υ. 243, Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1337· ἄνεμοι Πινδ. Π. 3. 189· συγκρ. -έστερος, ὅσα ὑψιπετέστερά ἐστι τῶν ὀρνέων Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1, 996· ― τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν ὑψιπεπετῆς (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὑψιπετήεις), ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Εὐστ. (1520, 60) λέγει: «τὰ ἀπὸ τοῦ πέτεσθαι γινόμενα βαρύνονται, οἷον “ἀετὸς ὑψιπέτης” καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ πεσεῖν ὀξύνονται, οἷον, “παλλάδιον ὑψιπετές”». ― Περὶ τοῦ ὑψιπέτης καὶ ὑψιπετὴς, ἴδε Κόντον ἐν Ποικίλοις Φιλολογικοῖς Χαριτωνίδου 270, 861, 309, 310 κἑξ.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): high-flying.

Greek Monotonic

ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ (πέτομαι), αυτός που πετάει ψηλά, υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, αγέρωχος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑψῐ-πέτης, ου, πέτομαι
high-flying, soaring, Hom., Ar.: generally lofty, Eur.