orden: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(2) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[βάσις]], [[γραμματεῖον]], [[γυμνασία]], [[διάγγελμα]], [[διάθεσις]], [[διάκοσμος]], [[διάταγμα]], [[διάταξις]], [[διακέλευμα]], [[διακέλευσις]], [[διακόσμησις]], [[διαστολή]], [[διαταγή]], [[διαταγμός]], [[δικαίωμα]], [[διόρθωσις]], [[ἀγγελία]], [[ἀκολουθία]], [[ἀνάταξις]], [[ἀνωγή]], [[ἀποστολή]], [[ἀπόστολος]], [[ἁρμονία]], [[ἐγκέλευσις]], [[ἐγκέλευσμα]], [[ἐνταλτήριον]], [[ἐντολή]], [[ἐντόλιον]], [[ἔκταξις]], [[ἔνταλμα]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 10 October 2022
Spanish > Greek
βάσις, γραμματεῖον, γυμνασία, διάγγελμα, διάθεσις, διάκοσμος, διάταγμα, διάταξις, διακέλευμα, διακέλευσις, διακόσμησις, διαστολή, διαταγή, διαταγμός, δικαίωμα, διόρθωσις, ἀγγελία, ἀκολουθία, ἀνάταξις, ἀνωγή, ἀποστολή, ἀπόστολος, ἁρμονία, ἐγκέλευσις, ἐγκέλευσμα, ἐνταλτήριον, ἐντολή, ἐντόλιον, ἔκταξις, ἔνταλμα