βλαστήμια: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βλασφημία]])<br />[[ανόσιος]] και [[υβριστικός]] [[λόγος]] [[εναντίον]] του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάρα]]<br /><b>2.</b> [[βρισιά]] [[εναντίον]] προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσοίωνος]] [[λόγος]] («παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημίαν πᾶσαν | |mltxt=η (AM [[βλασφημία]])<br />[[ανόσιος]] και [[υβριστικός]] [[λόγος]] [[εναντίον]] του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάρα]]<br /><b>2.</b> [[βρισιά]] [[εναντίον]] προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσοίωνος]] [[λόγος]] («παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημίαν πᾶσαν βλασφημεῖ»)<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]], [[συκοφαντία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βλασφημία]] <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>βλασφημώ</i>, το δε νεοελλ. [[βλαστήμια]] <span style="color: red;"><</span> (<i>ουσ</i>.) [[βλασφημία]], με [[ανομοίωση]] και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] τα προπαροξύτονα ([[πρβλ]]. <i>αγρύπνια</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγρυπνία]], [[ανημπόρια]] <span style="color: red;"><</span> <i>ανημποριά</i>, [[στενοχώρια]] <span style="color: red;"><</span> [[στενοχωρία]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
η (AM βλασφημία)
ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
νεοελλ.
1. κατάρα
2. βρισιά εναντίον προσώπου
αρχ.
1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημίαν πᾶσαν βλασφημεῖ»)
2. δυσφήμηση, συκοφαντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλασφημία < (ρ.) βλασφημώ, το δε νεοελλ. βλαστήμια < (ουσ.) βλασφημία, με ανομοίωση και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα προπαροξύτονα (πρβλ. αγρύπνια < αγρυπνία, ανημπόρια < ανημποριά, στενοχώρια < στενοχωρία κ.ά.)].